Το μικρό κοριτσάκι καθόταν ήρεμα ήρεμα στο σαλόνι και ζωγράφιζε κάτι χαρούμενο στο μεγάλο του μπλογκ ζωγραφικής. Αν και η τηλεόραση ήταν ανοιχτή, η χαμηλή της ένταση συνέβαλε στο ν' ακούσει το μικρό κάποιους παράξενους θορύβους που έρχονταν απο την αυλή της μονοκατοικίας. Όταν οι θόρυβοι έγιναν πιο δυνατοί, η μικρή σηκώθηκε απο τον καναπέ και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα όπου υπήρχε και η πόρτα για την πίσω αυλή. Κάτι περίμενε. Αμέσως μετά, οι ήχοι έγιναν βήματα και η μικρή κατάλαβε οτι κάποιος είχε μπει μέσα στην αυλή και τώρα πλησίαζε την πόρτα. Συνέχισε να περιμένει. Λίγο αργότερα άκουσε:
-Ελένη!! Άνοιξε!
Τότε το παιδάκι, αφού πήρε ένα κλειδί που υπήρχε πάνω στο τραπέζι της κουζίνας, το έβαλε στην κλειδαριά της πόρτας και το γύρισε. Αμέσως μόλις άνοιξε η πόρτα, το δωμάτιο θαρρείς σκοτείνιασε και το κοριτσάκι σήκωσε ψηλά το κεφάλι του για ν' αντικρίσει το πρόσωπο ενός παλικαριού με σκοτεινά μάτια. Παρά το μπόι του αγοριού, το παιδί δε τον φοβήθηκε καθόλου. Ίσα ίσα που ήξερε οτι εκείνο και το παλικάρι είχαν τα ίδια ακριβώς μάτια με το γατίσιο σχήμα και τις μακριές βλεφαρίδες. Μόνο που τα ματάκια του κοριτσιού είχαν καστανό χρώμα. Και μέσα τους υπήρχε αθωότητα.
-Κλείσε, κλείσε γρήγορα την πόρτα!
Το μικρό υπάκουσε. όχι απο φόβο. Απλά υπάκουσε.
-Μπράβο, ρε Λένη!
Το μικρό χαμογέλασε που το επιβράβευσαν.
-Πήρε κανείς τηλέφωνο;
-Ουυυυ!
-Πάλι;
-Ναι.
-Τώρα που ήσουν εσύ σπίτι ή το πρωί που ήταν ο μπαμπάς;
-Δεν ξέρω για το πρωί...εμένα τώρα με πήραν δυο φορές...
-Εμένα ήθελαν;
-Μιά εσένα και μιά το μπαμπά.
-Τι τους είπες;
-Λάθος τηλέφωνο!
-Και τις δυο φορές;
-Ναι. Ήταν και ο ίδιος άνθρωπος νομίζω....ρώταγε αν εσύ ή ο μπαμπάς ήσασταν σπίτι.
-Λες να πήραν και το πρωί;
-Ο μπαμπάς δεν είπε τίποτα πριν φύγει. Άρα...μάλλον δε τον πήραν...
-Λες;
Το μικρό κούνησε το κεφαλάκι του πάνω κάτω.
-Ήρθε κανένας εδώ; Χτύπησε το κουδούνι;
-Τσου!
Ο νεαρός έμεινε για λίγο σκεφτικός. Μετά απο λίγο, προσώρησε προς το υπόλοιπο σπίτι.
-Μη!!!
Η φωνή του κοριτσιού ακούστηκε τσιριχτή σα να το τσίμπησε μέλισσα. Ο νεαρός κατατρόμαξε και γύρισε αμέσως να κοιτάξει απορημένος.
-Τι;;
-Τα πατώματα! Είναι καθαρά! Χθες τα πλυνε η γιαγιά! Βγάλε τα παπούτσια!
Ο νεαρός στο άκουσμα των λέξεων αυτών, έκλεισε για λίγα δευτερόλεπτα τα μάτια του ανακουφισμένος. Έπειτα, ανοίγοντάς τα αστραπιαία, σήκωσε το χέρι του βίαια κι έκανε να βαρέσει το κοριτσάκι. Δε το βάρεσε όμως. Αντί γι' αυτό, χτύπησε δυνατά με το χέρι του ένα ντουλάπι που βρισκόταν κοντά του εκείνη τη στιγμή. Το μικρό στην πρώτη ενέργεια σήκωσε μηχανικά το χεράκι του για ν' αμυνθεί, μήπως ο αδελφός της εννοούσε να τη χτυπήσει. Στη δεύτερη ενέργεια όμως ήταν που τινάχτηκε. Το πρόσεξε ο νεαρός αυτό, αφού το κοριτσάκι ήταν έτοιμο να κλάψει, όχι απο έκπληξη και φόβο, αλλά απο τη βία που έβλεπε. Ο πρώτος λυγμός θα έφτανε όπου να ναι.
-Έλα, έλα! Σουτ! Μην κλάψεις! Τι σου έχω πει; Δε θα κλαις! Όχι, δε θα κλαις! Μη τυχόν σε δω να κλαις!! Γιατί κλαις;;!
-Γιατί βάρεσες το ντουλάπι!
-Το ντουλάπι βάρεσα, δε βάρεσα εσένα!
-Κι αυτό πονάει όμως!
-Αλήθεια;
-Αχα!
-Πονάει; Ει, εσύ εκεί; Ντουλάπι; Πονάς; Και δε μου το λες τόσο καιρό που που σε βαράω;! Καλά, καλά! Αφού δε μου μιλάς, δε σε ξαναβαράω άλλο! Τ' ακούς; Τ' ακούς και συ μικρή;
Το κοριτσάκι κούνησε το κεφαλάκι του καταφατικά, καθώς μερικά δάκρυα κύλησαν απ' τα μάτια του. Παρόλ' αυτά χαμογελούσε. Κι αυτό ήθελε να πετύχει ο αδελφός της "συνομιλώντας" τάχα με το ντουλάπι.
Μα και η μικρή δεν ήταν χαζή. Ήξερε πολύ καλά πως τα ντουλάπια δεν είναι έμψυχα και δεν έχουν ζωή, επομένως ήξερε πως το ντουλάπι δεν πονούσε απο τα χτυπήματα του αδελφού της. Ωστόσο προσποιήθηκε καλά οτι το λυπόταν. Κι ο αδελφός της δεν ξεσκέπασε το παιχνίδι της. Αντίθετα έπαιξε κι εκείνος το ρόλο του για να πετύχει ένα σκοπό. Να την κάνει να γελάσει. Ή έστω να μην κλάψει. Λόγω της οικογενειακής τους κατάστασης, της διαφοράς ηλικίας και φύλου, αλλά και λόγω του ιδιαίτερα διαμορφωμένου χαρακτήρα του Βαγγέλη, ήταν πολύ δύσκολο το να υπάρχει επικοινωνία και επαφή μεταξύ των δύο αδελφών. Και σίγουρα αυτό γινόταν κατανοητό απο την πλευρά του Βαγγέλη, ο οποίος τις μόνες "γέφυρες" που μπορούσε να χτίσει με την αδελφή του ήταν το γέλιο και η υπερπροστασία. Κι αυτά τα δυο πήγαζαν απο αδελφική αγάπη σίγουρα, όπως και τόσα άλλα όπως η αυστηρότητα και η ελάχιστη φροντίδα που μπορούσε να της παρέχει, κυρίως με το να ασχολήται μαζί της. Ήταν αρκετά ώριμος και έξυπνος για να τα κατανοεί όλ' αυτά. Τα άλλα συναισθήματα του, όπως ο θυμός, ο εκνευρισμός και η βίαιη συμπεριφορά που συχνά εκδήλωνε, δεν ήταν τίποτ' άλλο παρα πληγές του δικού του "εγώ". Κι αυτό το καταλάβαινε ο Βαγγέλης κι ας μην τον ενδιέφερε ποτέ η ψυχανάλυση. Απλά το ήξερε. Και πίστευε οτι για όλ' αυτά δε θα έπρεπε να ξεσπάει στην αδελφή του. Ίσα ίσα που ήξερε οτι θα πρεπε να φέρεται καλύτερα στο πιτσιρίκι και ν' αποτελεί παράδειγμα γι' αυτό, καθώς δεν υπήρχε άλλο πρότυπο στην οικογένεια, πόσο μάλλον γυναικείο....
Η Ελένη ήταν τριών όταν πέθανε η μητέρα τους. Ο Βαγγέλης κόντευε τα δεκαπέντε και άρα ήταν πολύ μεγάλος για να καταλαβαίνει τι γίνεται γύρω του, ν' αντιμετωπίζει τις δυσκολίες, να πονά. Μια μαμά είχε, μια μαμά έχασε και ο κόσμος του ήρθε τούμπα. Ο πατέρας του ως χήρος, δεν είχε παρά να δουλεύει για τα παιδιά του, αλλά και για τον ίδιο. Με τη δουλειά ξεχνιέσαι εύκολα. Παραμελείς τον εαυτό σου. Παραμελείς και όσους κοντινούς σχετίζονται με σένα, με ό,τι σου θυμίζει την πραγματικότητα. Έτσι, μετά απο λίγο, φτάνεις σε μια κατάσταση που ούτε καν εσύ αντιλαμβάνεσαι, στην οποία το μόνο που κάνεις είναι να δουλεύεις και να κοιμάσαι. Αυτό έκανε και ο πατέρας του Βαγγέλη μόλις χήρεψε. Δούλευε σε μια σταθερή δουλειά απο παλιά. Ο μισθός ίσα που τους έφτανε. Αργότερα έπιασε κι άλλη δουλειά, πότε πότε τον φώναζαν και για μια τρίτη. Δουλειές του χαρτζιλικιού οι άλλες δουλειές, είχε όμως κάτι ν' απασχολήται. Για να τα βγάζουν πέρα τάχα. Για να μη λείψει τίποτα στα παιδιά, όπως έλεγε. Κι όμως, αυτό που πραγματικά έλειπε στα παιδιά του ήταν ένας γονιός κοντά τους, δίπλα τους, ο μοναδικός που τους είχε απομείνει εν ζωή. Τα παιδιά βέβαια, είχαν ανάγκη απο διαφορετικά πράγματα. Το μικρότερο ήθελε προσοχή και φροντίδα, ο έφηβος δε που σιγά σιγά γινόταν άντρας ήθελε ψυχολογική στήριξη και καθοδήγηση, ένα πρότυπο για το πως θα πορευθεί στο μέλλον. Ο πατέρας τους όμως τα έβλεπε μόνο το μεσημέρι πριν φύγει για δουλειά ή αργά το βράδυ όταν γύριζε, αν γύριζε δηλαδή και δεν πήγαινε στις άλλες δουλειές. Και μετά ύπνος.
Η μόνη βοήθεια που δέχονταν οι άνθρωποι αυτοί ήταν η βοήθεια του παππού και της γιαγιάς που έμεναν και κοντά. Οι υπόλοιποι συγγενείς έδωσαν όσα μπορούσαν στην αρχή κι αργότερα άφησαν τα πάντα στον χήρο και τις δουλειές του. Το σπίτι σιγυριζόταν απο τη γιαγιά ή το Βαγγέλη καμιά φορά που βοηθούσε στα του σπιτιού. Τα φροντιστήριά του τα σταμάτησε. Όπως και τις σχέσεις του με το σχολείο. Δε τον πίεσαν να βρει δουλειά, ούτε να πάρει κανένα απολυτήριο. Όλως περιέργως, είτε ζήταγε χρήματα απο τον πατέρα του, είτε όχι, οι τσέπες του ήταν πάντα γεμάτες. Ακόμη κι αν είχε μια δουλειά και δεν το ήξεραν, η συγκεκριμένη τους βόλευε πάρα πολύ! Πάντα είχαν με ποιόν ν' αφήσουν την Ελένη...Κι εκείνος κανόνιζε τις "βάρδιες" με τον πατέρα. Έτσι, συνήθως έφευγε απ' το σπίτι μετά τα μεσάνυχτα κι επέστρεφε πιο αργά στο σπίτι. Μεγάλο αγόρι ήταν , είχε αυτό το δικαίωμα, σωστά; σκέφτονταν.... Κι ήταν καλό παιδί. Ποτέ δεν παραπονιόταν για τίποτα, έλεγαν.... Κι αυτό γιατί πιο πολύ λυπόταν το Λενάκι που δεν είχε μαμά...
Ο νεαρός είχε βγάλει ήδη τα παπούτσια του και περιφερόταν σ' όλο το σπίτι χωρίς λόγο, απλά ίσως για να δει οτι όλα ήταν εντάξει. Το πιτσιρίκι είχε καθίσει προ πολλού στο σαλόνι και τελείωνε εκείνη τη χαρούμενη ζωγραφιά που έκανε και πριν. Σε λίγο ήρθε κι ο νεαρός στο ίδιο δωμάτιο. Έριξε μια ερευνητική ματιά τριγύρω. Καθαρά, αλλά όλα ακατάστατα. Μετά γύρισε προς τη μικρή.
-Γιατί είναι έτσι όλ' αυτά;
Το μικρό χωρίς να σηκώσει το βλέμμα του απάντησε. Δεν ήταν η πρώτη φορά που του έκαναν τέτοιου είδους παρατήρηση.
-Έτσι ήταν όταν ήρθα.
-Κάτσε σιγύρισέ τα μια γρήγορη! Είσαι μεγάλη πια, εννιά χρονών κοντεύεις γαμώτο! Μάζευε έστω τα πραγματά σου!
-Βλέπεις πουθενά τα πραγματά μου; Τα δικά μου πράγματα;;
Ο νεαρός έριξε άλλη μια ματιά τριγύρω. Τίποτα δεν υπήρχε εκεί που ν' ανήκει στη μικρή. Ούτε τσάντες, ούτε τετράδια, ούτε παιχνίδια, ούτε κανένα πιάτο....πιάτο;
-Δεν έχεις μαζέψει τίποτα απο δω;
-Όχι σου είπα!
-Και πού είναι το πιάτο σου; Στην κουζίνα;
Το μικρό γούρλωσε τα μάτια και κοίταξε τον αδελφό του. Ο νεαρός άρχισε να ξεφυσά και να εκνευρίζεται.
-Ποιό πιάτο;
-Του φαγητού, ρε συ Ελένη! Του φαγητού! Δεν έφαγες τώρα που ήρθες;
-Όχι!
-Γιατί; Δε σου έφτιαξε τίποτα ο μπαμπάς;
Το μικρό φάνηκε σκεφτικό. Κοίταξε μια φορά τη ζωγραφιά και κι έπειτα πάλι τον αδελφό της.
-Με έφερε σπίτι απ' το σχολείο, αλλά έφυγε αμέσως για τη δουλειά. Πήγε πιο νωρίς...κάτι τέτοιο.
-Έφυγε χωρίς να σε ταΐσει; Και είσαι τόση ώρα μόνη σου εδώ;
-Ο μπαμπάς είπε οτι θα 'ρθεις εσύ όπου να ναι. Και οτι έχεις κλειδιά. Θ' ανοίξεις μόνος σου. Γιατί ήρθες πάλι απο την αυλή;
Ο νεαρός δεν απάντησε. Ήταν προβληματισμένος. Το παιδί ήταν νηστικό και μόνο του στο σπίτι τουλάχιστον μια ώρα. Ο πατέρας είχε να φάει πολύ μπινελίκι, αυτό ήταν το μόνο σίγουρο.
-Ακούς εκεί να μη σε ταΐσει! Φεύγει έτσι κουκουρούκου χωρίς να περιμένει να γυρίσω; !
Το μικρό γέλασε με το λεξιλόγιο του αδελφού της. Για το Βαγγέλη αυτό ήταν σαν να κατεβαίνει άγγελος απ' τον ουρανό και να τον αγκαλιάζει. Τα νεύρα του όμως ήταν ακόμη τσιτωμένα.
-Άλλη φορά να του λες να μη φεύγει! Ό,τι γαμημένη δουλειά και να 'χει, θα κάθεται μαζί σου! Τι μα... Μα, δεν αργώ ποτέ απ' το καθιερωμένο!
Η Ελένη τον κοίταζε με ανοιχτό το στόμα. Ο αδελφός της έλεγε κακές λέξεις.
-Βαγγέλη!
-Σκασμός!
-Μη βρίζεις!
-Θα βρίζω!
-Ε, θα βρίζω κι εγώ τότε!
-Όταν μεγαλώσεις, όχι τώρα!
Σιωπή.
-Άντε, έλα να σου φτιάξω τίποτα να φας. Το φαγητό της γιαγιάς τελείωσε;
-Ναι!
-Να σου τηγανίσω αυγά;
-Έφαγα τηγανητά αυγά!
-Πότε;
-Προχθές! Ο μπαμπάς μου φτιαξε!
-Έλα να σου φτιάξω και σήμερα. Θα τα κάνω πιο νόστιμα εγώ.
-Όχι! Συνέχεια τα ίδια τρώω! Αμάν!
-Καλά...να σου φτιάξω μακαρόνια;
-Έχω φάει μακαρόνια!
-Πότε;
-Μια άλλη μέρα! Συνέχεια μακαρόνια κι αυγά θα τρώω;
-Σκασμός ρε που μόνο αυτά τρως! Χθες έφαγες φαΐ απ' τη γιαγιά!
-Μακαρόνια με κρέας κι αυτό!
Ο νεαρός φάνηκε σκεφτικός...καταλάβαινε το μήνυμα του παιδιού και προσπαθούσε να συγκρατήσει τον εκνευρισμό του.
-Θα σου φτιάξω εγώ τώρα μακαρόνια με τυράκι τριμμένο και θα σου φέρω αύριο φαΐ απ' τη γιαγιά. Εντάξει;
Το μικρό φάνηκε επίσης σκεφτικό.
-Βρε Λένη, θες να φας ναι ή ου; Έλα να φτιάξω τίποτα να φάμε μαζί γιατί πεινάω κι εγώ. Δε θες;
-Ναι!
-Ε, πάμε τότε.
Και πήγαν προς την κουζίνα.
Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2010
Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010
Blue Circle: The myth (3ο μέρος)
Ο μεγαλόσωμος νεαρός με το γατίσιο βλέμμα βάδιζε στους διαδρόμους του νοσοκομείου με βήμα βιαστικό. Δε τον ένοιαζε αν θα παρέσερνε στο διαβά του ολόκληρο το προσωπικό, τους ασθενείς και τους συγγενείς τους μαζί, ούτε ζητούσε συγγνώμη όταν τύχαινε να σκουντά ή να σπρώχνει κανέναν παππού ή καμιά γιαγιά. Ίσως ήταν πολύ απορροφημένος στις σκέψεις του. Ίσως και να μην ήθελε να ζητήσει συγγνώμη, να το θεωρούσε περιττό. Όπως και να 'χε, λίγα πράγματα θα τον έκαναν να επιβραδύνει το βήμα του ή να σταματήσει κι ένα απ' αυτά βρισκόταν τώρα μπροστά του, στην έξοδο του νοσοκομείου.
-Μπα; Τελείωσε η κουβεντούλα σας;
Η φωνή της μικρής νταρντάνας ακούστηκε ιδιαίτερα ειρωνική. Ο νεαρός της απάντησε λίγο πριν βγει έξω απ' το νοσοκομείο.
-Μπα; Μιλάς και σ' αυτούς που αποκαλείς ρεμάλια;
Η κοπέλα βγήκε έξω ακολουθόντας τον.
-Εσύ είπες οτι αυτό το ρεμάλι ήταν πρώην φίλος μου!
-Μπα, όχι.
Κι ενώ προσπέρασε την κοπέλα, ξαναγύρισε ευθύς προς το μέρος της.
-Ή μάλλον ήμουν φίλος σου πριν κανα χρόνο, όταν η φιλενάδα σου μου ζητούσε...ξέρεις τι.
-Δεν ήταν φιλενάδα μου η Νίνα...έτυχε να κάνουμε παρέα εκείνη την περίοδο!
-Μπα;
-Μπου!
Το παλικάρι απάντησε με ψυχραιμία.
-Δε με νοιάζει τι ήταν. Τότε μια χαρά μου μιλούσες όμως.
-Τότε δεν ήξερα οτι ο Βαγγελάκης ή αλλιώς ο "μύθος" του σχολείου έδινε ναρκωτικά στον αδελφό μου!
Η συζήτηση των δυο μεγαλόσωμων εκπροσώπων των δυο φύλων έπαιρνε νέα τροπή κι ο Βαγγέλης σίγουρα θα είχε γυρίσει να χαστουκίσει τη Ρόη ή να της πει να το βουλώσει εαν δεν είχαν συνεχίσει να περπατούν χωρίς να το καταλαβαίνουν. Έτσι, τώρα είχαν φτάσει αρκετά πιο πέρα απ' το κτίριο και ήταν μόνοι τους, χωρίς κανέναν που να μπορεί ν' ακούσει.
-Πρώτον, δε δίνω ποτέ πράγμα εγώ. Μόνο προμηθεύω και ποτέ χωρίς να παίρνω χρήματα. ΠΟΥ-ΛΑ-Ω με λίγα λόγια. Δεύτερον, πριν κανα εξάμηνο ήρθε ο αδελφός σου σε μένα κι ο ίδιος μου ζήτησε να τον προμηθεύσω με κάτι καλό. Τρίτον, αυτά που πουλάω σε δεκαεφτάχρονα μυξιάρικα δεν είναι καν ναρκωτικά και τέταρτον...μιας και μιλάμε για φιλίες, ο βλάκας ο αδελφός σου πήγε κι έδωσε τόσα λεφτά για μια δόση και με καψε! Μόνος του πήρε τα ναρκωτικά του, δε του τα δωσα εγώ και δε θα του τα δινα! Αυτός όμως απ' την άλλη, μ' έκαψε τώρα! Για μια δόση! Φίλος να σου πετύχει!
-Τι λες;
-Άστο, είσαι μικρή εσύ. Πόσο είσαι; Δεκατεσσάρων; Δεκαπέντε; Τι να καταλάβεις; Εσένα σε δικαιολογώ, γιατί δε φταις, το βλάκα τον αδελφός σου όμως...Α και μια συμβουλή! Άλλη φορά να μιλάς καλύτερα στους άλλους, αν δε θες να φας μπουκέτα. Άντε γειά!
Όση ώρα τον άκουγε, η Ρόη ένιωθε σαν να της απήγγελναν κανένα κινέζικο ποίημα. Ήξερε οτι τους τελευταίους μήνες ο αδελφός της είχε πολλά πάρε δώσε με έναν απ' τους πιο περίεργους μαθητές του σχολείου, το οποίο εκτός απ' το οτι είχε "μείνει" κάποιες χρονιές, πούλαγε στα παιδιά, αλλά και σε άλλους συνομιλίκους του που "έμειναν" υποτιθέμενα "ελαφρυά" ναρκωτικά. Πως όμως, βρέθηκε ο αδελφός της σχεδόν πεθαμένος στην εξώπορτα του σπιτιού τους με κοκαίνη και ηρωίνη στο αίμα του, δεν ήξερε. Ούτε καταλάβαινε αυτά που της έλεγε τώρα το μεγαλόσωμο παλικάρι. Και μεσ' τη λύπη, τη στενοχώρια, αλλά και την αίσθηση της άγνοιας, την έπιασαν τα κλάματα.
Τόσες μέρες τόσα δάκρυα δεν είχε ξαναβγάλει. Ίσως δεν ήθελε να κάνει τους γονείς της χειρότερα. Ή ίσως ήταν μικρή για να συνειδητοποιεί πλήρως τα πράγματα. Πάντως δεν άντεχε άλλο και μόλις τον είδε να απομακρύνεται, έβαλε τα χέρια της στο πρόσωπο και ξέσπασε...
Λόγω των λυγμών και των θολωμένων απ' το κλάμα ματιών της, δεν είδε, ούτε άκουσε κανέναν να την πλησιάζει. Έτσι, τρόμαξε, όταν ξαφνικά ένιωσε κάποιον να της σκουπίζει τα δάκρυα απ' τα μάγουλα με το χέρι του. Κι όταν πια κι η ίδια σκούπισε με το μανίκι τα μάτια της, σάστισε όταν είδε το Βαγγέλη να την κοιτά με ένα ήρεμο και συμπονετικό βλέμμα. Κι έπειτα να την αγκαλιάζει.
Ήταν πραγματικά ζεστή και φιλόξενη η αγκαλιά του, παρά τη λερωμένη μπλούζα που φορούσε μεσ' απ' το κατασκονισμένο μπουφαν του. Το πιο συγκινητικό για τη νταρντανίτσα όμως, το οποίο και την έκανε να αφεθεί πιο εύκολα, ήταν το όλο συμπόνια και ενδιαφέρον βλέμμα του Βαγγέλη που είχε χάσει κάθε γατίσια και γοητευτική ομορφιά και πλεον θύμιζε κάτι απο αγγελική αθωότητα. Στο τέλος, όταν η Ρόη σταμάτησε τελείως το κλάμα, το αγόρι την άφησε και βάζοντας το χέρι του στον ώμο, της είπε με αμήχανο ύφος:
-Έλα τώρα...μη κλαις! Εγώ έφυγα με τον αδελφό σου εκείνο το βράδυ κι εγώ σας τον έφερα πίσω. Ναι, μη με κοιτάζεις έτσι...εγώ τον άφησα εκεί.
-Το ξέρω...μου είχε πει ο Θάνος οτι θα έβγαινε μαζί σου....
Και συνέχισε.
-Πήγατε κάπου για να του δώσεις...ναρκωτικά;
-Αυτά που του έδινα εγώ δεν ήταν ναρκωτικά!
-Το μαύρο και το χόρτο δεν είναι;
-Όχι.
-Δεν είναι;;!
Τώρα η Ρόη φαινόταν ενοχλημένη, σχεδόν θυμωμένη.
-Και καλά σε πιστεύω. Πώς βρέθηκε τέτοια ποσότητα κοκαίνης και ηρωίνης στο αίμα του Θάνου; Απ' αυτά παραλίγο....παραλίγο να πάει.
-Είναι ο συνδιασμός τέτοιος. Πρέπει να πήρε και υπερβολική δόση... Όπως και να χει, θέλω να ξέρεις οτι τον είχα προειδοποιήσει. Όσο καιρό γνωρίζω το Θάνο, πιστεύω οτι είναι καλό παιδί... Και στην τελική, δε θα του δινα κάτι να τον σκοτώσει!
-Βασικά, γιατί του έδινες δε μπορώ να καταλάβω...
-Εκείνος με πλησίασε. Δε τον προσέχατε....δεν ήταν καλά. Ένιωθε άσχημα.
-Αυτό δεν είναι δικαιολογία για να παίρνεις τέτοια πράγματα.
-Εμένα μου λες; Δεν είναι λίγοι όμως σαν αυτόν.
Η Ρόη δε συνέχισε αμέσως τη συζήτηση. Σαν κάτι να στριφογύριζε στο μυαλό της.
-Κι εσύ σαν αυτούς είσαι;
-Γιατί ρωτάς;
-Για να μάθω...γιατί παίρνεις κι εσύ τέτοια πράγματα;
-Ασχολούμαι μ' όλους αυτούς τους ψυχάκηδες, ακούω τον πόνο τους, τους δίνω το πράγμα, τους δίνω και καμιά συμβουλή, να μη παίρνω και γω λίγο;!
Το βλέμμα του Βαγγέλη έγινε πάλι γατίσιο, πονηρό και παιχνιδιάρικο. Στα χείλη του σχηματιζόταν ένα πικρό χαμόγελο που η μικρή νταρντάνα δε διέκρινε. Έτσι συνέχισε να τον πρήζει.
-Τελικά, πες μου ένα πράγμα. Εσύ γιατί παίρνεις; Τι τα έχεις ανάγκη; Για να χαλαρώνεις; Για να νιώθεις καλύτερα; Για να θολώνεις το μυαλό σου;
Ο νεαρός στα λόγια της μικρής απήυδυσε, αλλά στην προσπάθεια να μην της πει κάτι άσχημο, απάντησε σοβαρά.
-Έχω συνηθίσει τη γεύση της πίκρας...και πλέον μ' αρέσει. Κακό είναι;
Η κοπέλα δεν καταλάβαινε τίποτα. Έψαχνε μιαν άλλη απάντηση στην απάντηση που πήρε.
-Δε συνεννοούμαι μαζί σου!
-Καλύτερα. Έτσι κι αλλιώς έφευγα. Είπες πως πήγαινες να βρεις τους δικούς σου πριν.
-Δεν πήγα να τους βρω. Δεν είναι εδώ. Αν τους ειδοποιήσω, θα πέσουν όλοι πάνω σου, θα σε λυτζάρουν. Θα βρεις μεγάλο μπελά.
-Πάλι καλά που το καταλαβαίνεις εσύ, γιατί ο big brother δε χαμπαριάζει...
-Κάτσε να γίνει καλύτερα...
-Αυτό που θελω απο σένα είναι να τον προσέχεις πολύ. Είναι ο μόνος σου αδελφός. Πρέπει να στε αγαπημένοι. Ρώτα τον γιατί έπαιρνε ό,τι έπαιρνε. Έχει ανάγκη απο τη θαλπωρή της οικογένειας. Νιώθει οτι χάνεται. Αυτό κατάλαβα εγώ.
Η Ρόη δεν απάντησε, μόνο κούνησε καταφατικά το κεφάλι της και χαμήλωσε το βλέμμα. Κι εκεί που ο νέος πήγαινε να φύγει, θέλησε να του κάνει την τελευταία της ερώτηση:
-Ε! Κάτι τελευταίο! Γιατί όταν παίρνουν τηλέφωνο σπίτι σας απ' το σχολείο κι απ' το σπίτι μου, τη μια δεν απαντάτε και την άλλη λένε οτι ο μπαμπάς σου και συ δεν είστε εκεί;
-Έχω πολύ καλό τηλεφωνητή. Άντε γειά!
-Μπα; Τελείωσε η κουβεντούλα σας;
Η φωνή της μικρής νταρντάνας ακούστηκε ιδιαίτερα ειρωνική. Ο νεαρός της απάντησε λίγο πριν βγει έξω απ' το νοσοκομείο.
-Μπα; Μιλάς και σ' αυτούς που αποκαλείς ρεμάλια;
Η κοπέλα βγήκε έξω ακολουθόντας τον.
-Εσύ είπες οτι αυτό το ρεμάλι ήταν πρώην φίλος μου!
-Μπα, όχι.
Κι ενώ προσπέρασε την κοπέλα, ξαναγύρισε ευθύς προς το μέρος της.
-Ή μάλλον ήμουν φίλος σου πριν κανα χρόνο, όταν η φιλενάδα σου μου ζητούσε...ξέρεις τι.
-Δεν ήταν φιλενάδα μου η Νίνα...έτυχε να κάνουμε παρέα εκείνη την περίοδο!
-Μπα;
-Μπου!
Το παλικάρι απάντησε με ψυχραιμία.
-Δε με νοιάζει τι ήταν. Τότε μια χαρά μου μιλούσες όμως.
-Τότε δεν ήξερα οτι ο Βαγγελάκης ή αλλιώς ο "μύθος" του σχολείου έδινε ναρκωτικά στον αδελφό μου!
Η συζήτηση των δυο μεγαλόσωμων εκπροσώπων των δυο φύλων έπαιρνε νέα τροπή κι ο Βαγγέλης σίγουρα θα είχε γυρίσει να χαστουκίσει τη Ρόη ή να της πει να το βουλώσει εαν δεν είχαν συνεχίσει να περπατούν χωρίς να το καταλαβαίνουν. Έτσι, τώρα είχαν φτάσει αρκετά πιο πέρα απ' το κτίριο και ήταν μόνοι τους, χωρίς κανέναν που να μπορεί ν' ακούσει.
-Πρώτον, δε δίνω ποτέ πράγμα εγώ. Μόνο προμηθεύω και ποτέ χωρίς να παίρνω χρήματα. ΠΟΥ-ΛΑ-Ω με λίγα λόγια. Δεύτερον, πριν κανα εξάμηνο ήρθε ο αδελφός σου σε μένα κι ο ίδιος μου ζήτησε να τον προμηθεύσω με κάτι καλό. Τρίτον, αυτά που πουλάω σε δεκαεφτάχρονα μυξιάρικα δεν είναι καν ναρκωτικά και τέταρτον...μιας και μιλάμε για φιλίες, ο βλάκας ο αδελφός σου πήγε κι έδωσε τόσα λεφτά για μια δόση και με καψε! Μόνος του πήρε τα ναρκωτικά του, δε του τα δωσα εγώ και δε θα του τα δινα! Αυτός όμως απ' την άλλη, μ' έκαψε τώρα! Για μια δόση! Φίλος να σου πετύχει!
-Τι λες;
-Άστο, είσαι μικρή εσύ. Πόσο είσαι; Δεκατεσσάρων; Δεκαπέντε; Τι να καταλάβεις; Εσένα σε δικαιολογώ, γιατί δε φταις, το βλάκα τον αδελφός σου όμως...Α και μια συμβουλή! Άλλη φορά να μιλάς καλύτερα στους άλλους, αν δε θες να φας μπουκέτα. Άντε γειά!
Όση ώρα τον άκουγε, η Ρόη ένιωθε σαν να της απήγγελναν κανένα κινέζικο ποίημα. Ήξερε οτι τους τελευταίους μήνες ο αδελφός της είχε πολλά πάρε δώσε με έναν απ' τους πιο περίεργους μαθητές του σχολείου, το οποίο εκτός απ' το οτι είχε "μείνει" κάποιες χρονιές, πούλαγε στα παιδιά, αλλά και σε άλλους συνομιλίκους του που "έμειναν" υποτιθέμενα "ελαφρυά" ναρκωτικά. Πως όμως, βρέθηκε ο αδελφός της σχεδόν πεθαμένος στην εξώπορτα του σπιτιού τους με κοκαίνη και ηρωίνη στο αίμα του, δεν ήξερε. Ούτε καταλάβαινε αυτά που της έλεγε τώρα το μεγαλόσωμο παλικάρι. Και μεσ' τη λύπη, τη στενοχώρια, αλλά και την αίσθηση της άγνοιας, την έπιασαν τα κλάματα.
Τόσες μέρες τόσα δάκρυα δεν είχε ξαναβγάλει. Ίσως δεν ήθελε να κάνει τους γονείς της χειρότερα. Ή ίσως ήταν μικρή για να συνειδητοποιεί πλήρως τα πράγματα. Πάντως δεν άντεχε άλλο και μόλις τον είδε να απομακρύνεται, έβαλε τα χέρια της στο πρόσωπο και ξέσπασε...
Λόγω των λυγμών και των θολωμένων απ' το κλάμα ματιών της, δεν είδε, ούτε άκουσε κανέναν να την πλησιάζει. Έτσι, τρόμαξε, όταν ξαφνικά ένιωσε κάποιον να της σκουπίζει τα δάκρυα απ' τα μάγουλα με το χέρι του. Κι όταν πια κι η ίδια σκούπισε με το μανίκι τα μάτια της, σάστισε όταν είδε το Βαγγέλη να την κοιτά με ένα ήρεμο και συμπονετικό βλέμμα. Κι έπειτα να την αγκαλιάζει.
Ήταν πραγματικά ζεστή και φιλόξενη η αγκαλιά του, παρά τη λερωμένη μπλούζα που φορούσε μεσ' απ' το κατασκονισμένο μπουφαν του. Το πιο συγκινητικό για τη νταρντανίτσα όμως, το οποίο και την έκανε να αφεθεί πιο εύκολα, ήταν το όλο συμπόνια και ενδιαφέρον βλέμμα του Βαγγέλη που είχε χάσει κάθε γατίσια και γοητευτική ομορφιά και πλεον θύμιζε κάτι απο αγγελική αθωότητα. Στο τέλος, όταν η Ρόη σταμάτησε τελείως το κλάμα, το αγόρι την άφησε και βάζοντας το χέρι του στον ώμο, της είπε με αμήχανο ύφος:
-Έλα τώρα...μη κλαις! Εγώ έφυγα με τον αδελφό σου εκείνο το βράδυ κι εγώ σας τον έφερα πίσω. Ναι, μη με κοιτάζεις έτσι...εγώ τον άφησα εκεί.
-Το ξέρω...μου είχε πει ο Θάνος οτι θα έβγαινε μαζί σου....
Και συνέχισε.
-Πήγατε κάπου για να του δώσεις...ναρκωτικά;
-Αυτά που του έδινα εγώ δεν ήταν ναρκωτικά!
-Το μαύρο και το χόρτο δεν είναι;
-Όχι.
-Δεν είναι;;!
Τώρα η Ρόη φαινόταν ενοχλημένη, σχεδόν θυμωμένη.
-Και καλά σε πιστεύω. Πώς βρέθηκε τέτοια ποσότητα κοκαίνης και ηρωίνης στο αίμα του Θάνου; Απ' αυτά παραλίγο....παραλίγο να πάει.
-Είναι ο συνδιασμός τέτοιος. Πρέπει να πήρε και υπερβολική δόση... Όπως και να χει, θέλω να ξέρεις οτι τον είχα προειδοποιήσει. Όσο καιρό γνωρίζω το Θάνο, πιστεύω οτι είναι καλό παιδί... Και στην τελική, δε θα του δινα κάτι να τον σκοτώσει!
-Βασικά, γιατί του έδινες δε μπορώ να καταλάβω...
-Εκείνος με πλησίασε. Δε τον προσέχατε....δεν ήταν καλά. Ένιωθε άσχημα.
-Αυτό δεν είναι δικαιολογία για να παίρνεις τέτοια πράγματα.
-Εμένα μου λες; Δεν είναι λίγοι όμως σαν αυτόν.
Η Ρόη δε συνέχισε αμέσως τη συζήτηση. Σαν κάτι να στριφογύριζε στο μυαλό της.
-Κι εσύ σαν αυτούς είσαι;
-Γιατί ρωτάς;
-Για να μάθω...γιατί παίρνεις κι εσύ τέτοια πράγματα;
-Ασχολούμαι μ' όλους αυτούς τους ψυχάκηδες, ακούω τον πόνο τους, τους δίνω το πράγμα, τους δίνω και καμιά συμβουλή, να μη παίρνω και γω λίγο;!
Το βλέμμα του Βαγγέλη έγινε πάλι γατίσιο, πονηρό και παιχνιδιάρικο. Στα χείλη του σχηματιζόταν ένα πικρό χαμόγελο που η μικρή νταρντάνα δε διέκρινε. Έτσι συνέχισε να τον πρήζει.
-Τελικά, πες μου ένα πράγμα. Εσύ γιατί παίρνεις; Τι τα έχεις ανάγκη; Για να χαλαρώνεις; Για να νιώθεις καλύτερα; Για να θολώνεις το μυαλό σου;
Ο νεαρός στα λόγια της μικρής απήυδυσε, αλλά στην προσπάθεια να μην της πει κάτι άσχημο, απάντησε σοβαρά.
-Έχω συνηθίσει τη γεύση της πίκρας...και πλέον μ' αρέσει. Κακό είναι;
Η κοπέλα δεν καταλάβαινε τίποτα. Έψαχνε μιαν άλλη απάντηση στην απάντηση που πήρε.
-Δε συνεννοούμαι μαζί σου!
-Καλύτερα. Έτσι κι αλλιώς έφευγα. Είπες πως πήγαινες να βρεις τους δικούς σου πριν.
-Δεν πήγα να τους βρω. Δεν είναι εδώ. Αν τους ειδοποιήσω, θα πέσουν όλοι πάνω σου, θα σε λυτζάρουν. Θα βρεις μεγάλο μπελά.
-Πάλι καλά που το καταλαβαίνεις εσύ, γιατί ο big brother δε χαμπαριάζει...
-Κάτσε να γίνει καλύτερα...
-Αυτό που θελω απο σένα είναι να τον προσέχεις πολύ. Είναι ο μόνος σου αδελφός. Πρέπει να στε αγαπημένοι. Ρώτα τον γιατί έπαιρνε ό,τι έπαιρνε. Έχει ανάγκη απο τη θαλπωρή της οικογένειας. Νιώθει οτι χάνεται. Αυτό κατάλαβα εγώ.
Η Ρόη δεν απάντησε, μόνο κούνησε καταφατικά το κεφάλι της και χαμήλωσε το βλέμμα. Κι εκεί που ο νέος πήγαινε να φύγει, θέλησε να του κάνει την τελευταία της ερώτηση:
-Ε! Κάτι τελευταίο! Γιατί όταν παίρνουν τηλέφωνο σπίτι σας απ' το σχολείο κι απ' το σπίτι μου, τη μια δεν απαντάτε και την άλλη λένε οτι ο μπαμπάς σου και συ δεν είστε εκεί;
-Έχω πολύ καλό τηλεφωνητή. Άντε γειά!
Αναρτήθηκε από
Alice,Blueheart, Hermionie and other story-tellers....
στις
1:56 π.μ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2010
Blue Circle: The myth (2ο μέρος)
"Speedballing (εναλλακτικά γνωστό ως snowballing ή powerballing) Είναι ένας όρος που συνήθως αναφέρεται στην ενδοφλέβια χρήση ηρωίνης ή μορφίνης και κοκαΐνης μαζί στην ίδια σύριγγα. Ο συνδυασμός είναι επίσης γνωστός ως moonrocks όταν καπνίζεται. Ουσιαστικά, είναι μια δυνητικά θανατηφόρος επινόηση: η κοκαΐνη ενεργεί ως τονωτικό και αυξάνει τους καρδιακούς παλμούς. Τα αποτελέσματά της «φεύγουν» πιο γρήγορα από αυτά της ηρωίνης ή μορφίνης, η οποία με τη σειρά της μειώνει τους καρδιακούς παλμούς, δημιουργώντας τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα από την κοκαΐνη. Ως εκ τούτου, είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί μια καθυστερημένη "υπερδοσολογία"(τεχνικά, σοβαρή αναπνευστική καταστολή)"
Η νεαρή νταρντάνα στεκόταν μπροστά απ' την πόρτα του δωματίου όπου νοσηλευόταν ο αδελφός της. Ήταν τρεις μέρες που είχε διαφύγει τον κίνδυνο, αλλά έπρεπε να είναι ακόμα υπο παρακολούθηση για να του δώσουν εξιτήριο. Η αδυναμία του ήταν εμφανής μιας κι εκείνος κοιμόταν σχεδόν όλη την ώρα. Και τώρα κοιμόταν βέβαια, αλλά όχι για πολύ. Ξάφνου, το πρόσωπο της κοπέλας φούσκωσε απο θυμό κι αμέσως έβαλε τα χέρια της μπροστά στην πόρτα για να μην αφήσει κάποιον να περάσει μέσα στο δωμάτιο.
-Δε σ' αφήνω να περάσεις! Όχι, να μην έρθεις! Να φύγεις! Φύγε σου λέω!!
Η αντίσταση της δεν κράτησε. Κάποιος πιο μεγαλόσωμος και δυνατός απο κείνη εισέβαλε τώρα στο δωμάτιο κάνοντας την κοπέλα να πισωπατήσει αρκετά. Μια παιχνιδιάρικη, σχεδόν παιδική φωνή ακούστηκε ν' απαντάει στα επαναλαμβανόμενα παράπονα της:
-Πρέπει να τον δω! Μόνο αυτός μπορεί να με διώξει κι όχι εσύ!
-Μα....
-Μαμούνια! Ακούς τι σου λέω; (και χαμηλώνοντας τη φωνή) Α, κοιμάται; Δε το είχα δει, σόρρυ. Απλά πρέπει να του μιλήσω! Για πόσο θα κοιμάται;
-Με σένα που να κοιμηθεί άνθρωπος....;
Ο ασθενής είχε ξυπνήσει και κοίταζε τώρα τον επισκέπτη του. Τα μάτια του μικρά και θολά , σε αντίθεση με του επισκέπτη του που το καστανοπράσινο χρώμα και όμορφο σχήμα τους έδιναν ένα γατίσιο και πονηρό βλέμμα.
-Είσαι καλά;
-Καλά...ζωντανός για την ώρα. Εσύ...;
-Να σου πω, Θάνο, εγώ βγαίνω έξω. Πάω να δω αν έρχεται η μαμά κι ο μπαμπάς. Πες σ' αυτό το ρεμάλι να 'χει ξεκουμπιστεί μέχρι τότε!
Η κοπέλα δεν κρατήθηκε. Το ίδιο και ο επισκέπτης.
-Αυτό το ρεμάλι έχει όνομα.
-Α, ναι; Δε το ξέρω.
-Ξεχνάς και τα ονόματα παλιών σου φίλων;
- Όταν βάζουν σε κίνδυνο τη ζωή του αδελφού μου, ναι!
Ο μεγαλόσωμος επισκέπτης ταράχτηκε, τα μάτια του πήραν φωτιά και θαρρούσες πως οι γροθιές του σφίχτηκαν έτοιμες να χτυπήσουν την κοπέλα. Πάλι καλά, ο τύπος συγκρατήθηκε και η νταρντανίτσα δε το συνέχισε. Βγήκε ήσυχα ήσυχα έξω.
-Θα την είχα βαρέσει την αδελφή σου, μα το Θεό! Δε ξέρει να μιλάει σ' άνθρωπο! Και να σκεφτείς παλιά με ήξερε!
-Έλα ρε...ανυσηχεί πολύ για μένα...ήξερε οτι θα βγαινα μαζί σου εκείνο το βράδυ, της το είχα πει. Παραλίγο να βλεπα τα ραδίκια ανάποδα. Ήμουν σαν πεθαμένος, λέει, όταν με βρήκαν στο δρόμο.
-Έξω απ' το σπίτι σου σε βρήκαν, όχι στο δρόμο.
-Εσύ με άφησες εκεί;
-Εμ, ποιός άλλος;
-Καλά και γιατί είσαι άφαντος εδώ και τόσες μέρες απ' το σχολείο;
-Τρελός είσαι;
-Τι; Δε διάβασες;
-Είσαι μαλάκας ρε;; Χέσε το διάβασμα, πότε διάβαζα;! Οι δικοί σου έχουν βάλει τους πάντες να με βρούν. Δεν εμφανίζομαι πια εκεί και στο δρόμο προσέχω πολύ. Μόνο οι μπάτσοι μου λείπουν!
-Χμ...να πεις την αλήθεια άσκοπο.Θα μας ξεκάνουν.
-Αδιανόητο λέγεται. Μην ακούω μαλακίες! Και για να χουμε καλό ρώτημα...για πες μου τι έγινε εκείνη τη βραδιά...τι σου δωσαν και σωριάστηκες έτσι;
-Τι;
-Αυτοί εκεί..τα πρεζόνια που είδες...τι σου δωσαν;
-Α...εεε, δε θυμάμαι....
Στο άκουσμα αυτών των λέξεων, ο επισκέπτης σήκωσε τη μια γροθιά του κι έκανε να βαρέσει τον ασθενή. Γνωρίζοντας όμως τις επιπτώσεις, φυσικά και δεν το έκανε, ενώ αντί γι' αυτό, κλώτησε δυνατά το κάγκελο του κρεβατιού. Στην πρώτη ενέργεια, ο νεαρός ασθενής παρέμεινε ψύχραιμος, στη δεύτερη κατατρόμαξε.
-Είσαι τρελός;!
-Εσύ είσαι τρελός! Στο 'χα πει!
-Τι μου 'χες πει;
-Σου 'χα πει απ' την αρχή οτι εκεί που θα πηγαίναμε θα 'χε μπόλικο πράγμα απ' αυτό που σου δίνω για να πάρεις όσο θέλεις! Σε είχα προειδοποιήσει όμως οτι τα παιδιά εκεί μπορεί να φαίνονται μαστουρωμένα, αλλά είναι πιο άγρια απο μένα! Είναι ολόκληρη μπάντα, ρε μαλάκα! You know? New York bands?
-Κάτσε...τι λες;
-Α, δεν καταλαβαίνεις;!
-Όχι.
-Ε, τότε είσαι ηλήθιος!
Ο ασθενής συνοφρυώθηκε. Φαινόταν έτοιμος να φωνάξει το προσωπικό.
-Ηρέμησε, ηρέμησε! Μη παίρνεις και 100% αυτά που σου λέω!
-Ναι, πως!
-Και για πες...τι έγινε όταν...όταν έφυγα εγώ;;
-Τι;
-Ρε συ! Σε άφησα εκεί δίπλα σε ένα παιδί με κοντό, ξασμένο μαλλί! Σου είχα πει βέβαια να μην τους πάρεις τίποτα...τι τους πήρες;
-Κάτσε...δε θυμάμαι...μάλλον ήθελα κάτι δυνατό...μόλις είχαν πλακωθεί και οι δικοί μου...το διαζύγιο ήταν οριστικό πράγμα...κάτι που μου μούτρωσε και η δικιά μου...κάτι...δεν ξέρω! Πρέπει να παθα πάλι κατάθλιψη!
-Μου το πες όταν μου ζήταγες το πράγμα...η κατάθλιψη δε φεύγει κι έρχεται ξέρεις. Την έχεις για καιρό...Και μετά άλλο κατάθλιψη και άλλο μαλάκινση! Τα ελαφριά που σου έδινα εγώ δεν έχουν καμιά σχέση με αυτά που παίρνουν εκείνοι!
-Γιατί; Τι παίρνουν εκείνοι;
-Άστο...δεν είναι να σου λένε εσένα πράγματα....Την έχω βάψει, που την έχω βάψει...
-Εσύ; Γιατί;
-Νομίζεις σ' εσένα έδινα μόνο;! (και χαμηλώνοντας τη φωνή)Όλο το σχολείο ξέρει ποιός τους προμηθεύει...άλλοι απλά γουστάρουν...άλλοι έχουν καταθλίψεις σαν εσένα..εγώ πάντως χαμένος δε βγήκα.... μέχρι τώρα!
-Γιατί; Τι θα σου κάνουν;
-Πας καλά; Ο γέρος μου δεν ξέρει τίποτα γι' αυτά!
-Ε, καλά...θα τα αρνηθείς όλα...κάτι θα γίνει...θα μπει μπροστά κι η μάνα σου να τη γλιτώσεις...
-Η μαμά μου έχει πεθάνει προ πολλού...άστηνα εκεί που είναι...
Ο ασθενής έδειξε έκπληξη. Ο άλλος έκανε μια φορά το σταυρό του κι έπειτα κοίταξε σχεδόν με απάθεια το νεαρό στο κρεβάτι.
-Τόσους μήνες δε μου χες πει τίποτα. Λυπάμαι για τη μαμά σου.
-Όχι που δε θα λυπόσουν. Τελικά θα μου πεις τι σου δωσαν εκείνοι οι πούστηδες; Πρέπει να φύγω κιόλας! Σε λίγο θα 'ρθουν και οι δικοί σου...άμα με συναντήσουν, θα πέσει ξύλο...λέγε γρήγορα!
Ο ασθενής φάνηκε σκεφτικός. Μετά απο λίγη ώρα απάντησε:
-Στις εξετάσεις έδειξαν ένα...μίγμα ήταν; Απο ηρωίνη και κοκαίνη....μπορεί και μορφίνη...δεν ξέρω...
-Ηρωίνη; Ποιο...α, καλά μαλάκα, τρελάθηκες;; Αφού σου 'πα να μη τους πάρεις τίποτα!
-Γιατί; Τι ήταν;
-Κάτι που σε στέλνει ή στα ουράνια ή στον τάφο! (και συνέχισε σιγανά, αλλά έντονα) Και για να κόντεψε να σε στείλει στον τάφο, πήρες υπερβολική δόση! Μ' έκαψες παλιοπούστη για μια δόση! Μια δόση! Με ήθελε για ένα λεπτό ένας τύπος...σου 'πα να κάτσεις για λίγο μόνος, αλλά να μην πάρεις τίποτα! Αλλά εσύ εκεί...να την κάνεις την κουτσουκέλα σου...και γω τώρα θα μείνω ταπί... εξαιτίας της μαλακίας σου!
-Ώστε δε σε νοιάζω εγώ, ε;! Τα λεφτά σ' ένοιαζαν! Γι' αυτό σ' ένοιαζε να μου δίνεις και μένα το πράγμα, για να 'χεις και συ με την κονόμα! Τόσο καιρό στα λεγα όλα, γίναμε φίλοι και ούτε συ νοιάζεσαι!
Ο επισκέπτης με τα γατίσια μάτια συνοφρυώθηκε και το πρόσωπό του έγινε άγριο. Χωρίς να νοιάζεται για τίποτα, πλησίασε τον ασθενή, τον γράπωσε απ' το γιακά και σε σημείο να τον πονάει, τον σήκωσε απ' το κρεβάτι. Έπειτα του ψιθύρισε έντονα στο αυτί:
-Πρώτον δεν είμαστε φίλοι, γνωστοί είμαστε. Δεύτερον, αν δε νοιαζόμουν, θα σε είχα αφήσει εκεί που ήσουν κι ας ψόφαγες. Το πιο εύκολο είναι να κάνεις την πάπια και ν' αφήνεις τους άλλους να κάνουν τη δουλειά. Εκείνοι που είδες, θα σε είχαν ξεπαστρέψει στο λεπτό. Ούτε κοκκαλάκι δε θα 'μενε στο γέρο και τη μάνα σου για μια κηδεία της προκοπής.Εγώ όμως σε έφερα! Νεκρό όπως σε νόμιζα! Και που να βλεπες μετά κλάματα η μανούλα σου με το μπαμπάκα σου.... Αγκαλιασμένοι σαν το πιο αγαπημένο ζευγάρι! Ήταν εκεί, νοιάζονταν περισσότερο απ' τον καθένα για σένα και συ τι έκανες; Πουλούσες αντίδραση! Γιατί;; Για ένα κωλοδιαζύγιο που έτσι κι αλλιώς θα πάρουν! Θα πρεπε να το 'χεις καταλάβει. Εσύ είσαι μέσα στη ζωή τους....όχι ανάμεσα στη σχέση τους. Σιγά μη σε ρωτούσαν. Οπότε άσε τις κλάψες για τώρα στα δεκαοχτώ κι έτσι...αν ήταν θα γινότανε..τουλάχιστον θα έχεις δίπλα σου και τους δυο γονείς σου, έτοιμους να σε βοηθούν και όχι να χαλιούνται για σένα, όπως έκανες εσύ! Ξέρεις πόσο θα υπέφεραν αν πάθαινες κάτι; Χα! Θα πέθαινες στ' αλήθεια μόνο για να τους δεις πως ήταν απο πάνω σου! Έκαναν σαν ηλίθιοι! Νόμιζαν οτι πέθανες στ' αλήθεια! Όπως και γω! Και σίγουρα δε νόμισαν ούτε για μια στιγμή οτι ήσουν έτσι για το κωλοδιαζύγιό τους! Θα πέθαινες άδικα! Γιατί εσύ θα 'φταιγες, όχι, δε στο κανα εγώ αυτό. Εσύ μου ζήτησες να 'ρθεις μόνο και μόνο για να πάρεις αρκετή ποσότητα και 'γω ήθελα να σε προστατέψω όταν σου είπα να μη δεχτείς τίποτα απο κανέναν εκεί μέσα! Δε θα σου δινα κάτι που θα σε σκότωνε ή θα σ' έφερνε σε τέτοια κατάσταση! Δε σκοτώνω. Δίνω ό,τι μου ζητούν και βγαίνω κερδισμένος. Δεν είμαι δολοφόνος!Είμαι έξυπνος, φίλε!
-Μαλ...άκας είσαι και συ.... Χαλάς τον εαυτό σου για το τίποτα. Άμα...άμα συνεχίσεις έτσι, θα γίνεις πραγματικός ναρκωμανής.
Ο ασθενής ψιθύριζε ξεψυχισμένα. Ο άλλος δε χαλάρωσε τα χέρια του.
-Ποιός σου πε οτι δεν είμαι ήδη; Καλά, δεν κατάλαβες τίποτα όταν σ' έφερα σ' εκείνο το μέρος;; Αλλά τι να καταλάβεις! Εσύ είχες ντράβαλα με την οικογένεια και με τη γκόμενα!
-Μην ανακατεύεις την Κατερίνα σ' αυτό!
-Μωρέ, δε γαμιέται η πουτάνα; Που σ' έβλεπε σκατά και δεν έκανε τίποτα;;
Ο ασθενής που ως τότε συγκρατιόταν, άρχισε να βογγάει. Ο άλλος συνειδητοποίησε οτι κόντευε να τον βγάλει απ' το κρεβάτι με τους ορούς και τους καθετήρες μαζί και άρχισε να ξεθυμαίνει. Έβαλε τον ασθενή πίσω στη θέση του, ξαπλωμένος όπως ήταν πριν, τακτοποίησε τα άκρα του μαζί με τους ορούς με ιδιαίτερη σχολαστικότητα, χωρίς όμως να μιλήσει και χωρίς να ζητήσει συγγνώμη. Όταν τελείωσε, είπε σε ήπιο τόνο:
-Φροντισε να γίνεις καλά, μαλάκα. Τ' ακούς; Πες στην αδελφή σου να σε προσέχει. Πάω να φύγω πριν έρθουν να με λυτζάρουν οι δικοί σου.
-Θα τους πω οτι δε φταις εσύ...
-Μωρέ θα φάω ξύλο που σου λέωωω...έχω και δουλειές.
-Τι δουλειές; Πάλι εκεί θα πας ρε;
-Όχι...πρέπει να πάω αλλού πρώτα.
Και καθώς απομακρυνόταν, γύρισε μια τελευταία φορά προς τον ασθενή:
-Άντε γειά!
Η νεαρή νταρντάνα στεκόταν μπροστά απ' την πόρτα του δωματίου όπου νοσηλευόταν ο αδελφός της. Ήταν τρεις μέρες που είχε διαφύγει τον κίνδυνο, αλλά έπρεπε να είναι ακόμα υπο παρακολούθηση για να του δώσουν εξιτήριο. Η αδυναμία του ήταν εμφανής μιας κι εκείνος κοιμόταν σχεδόν όλη την ώρα. Και τώρα κοιμόταν βέβαια, αλλά όχι για πολύ. Ξάφνου, το πρόσωπο της κοπέλας φούσκωσε απο θυμό κι αμέσως έβαλε τα χέρια της μπροστά στην πόρτα για να μην αφήσει κάποιον να περάσει μέσα στο δωμάτιο.
-Δε σ' αφήνω να περάσεις! Όχι, να μην έρθεις! Να φύγεις! Φύγε σου λέω!!
Η αντίσταση της δεν κράτησε. Κάποιος πιο μεγαλόσωμος και δυνατός απο κείνη εισέβαλε τώρα στο δωμάτιο κάνοντας την κοπέλα να πισωπατήσει αρκετά. Μια παιχνιδιάρικη, σχεδόν παιδική φωνή ακούστηκε ν' απαντάει στα επαναλαμβανόμενα παράπονα της:
-Πρέπει να τον δω! Μόνο αυτός μπορεί να με διώξει κι όχι εσύ!
-Μα....
-Μαμούνια! Ακούς τι σου λέω; (και χαμηλώνοντας τη φωνή) Α, κοιμάται; Δε το είχα δει, σόρρυ. Απλά πρέπει να του μιλήσω! Για πόσο θα κοιμάται;
-Με σένα που να κοιμηθεί άνθρωπος....;
Ο ασθενής είχε ξυπνήσει και κοίταζε τώρα τον επισκέπτη του. Τα μάτια του μικρά και θολά , σε αντίθεση με του επισκέπτη του που το καστανοπράσινο χρώμα και όμορφο σχήμα τους έδιναν ένα γατίσιο και πονηρό βλέμμα.
-Είσαι καλά;
-Καλά...ζωντανός για την ώρα. Εσύ...;
-Να σου πω, Θάνο, εγώ βγαίνω έξω. Πάω να δω αν έρχεται η μαμά κι ο μπαμπάς. Πες σ' αυτό το ρεμάλι να 'χει ξεκουμπιστεί μέχρι τότε!
Η κοπέλα δεν κρατήθηκε. Το ίδιο και ο επισκέπτης.
-Αυτό το ρεμάλι έχει όνομα.
-Α, ναι; Δε το ξέρω.
-Ξεχνάς και τα ονόματα παλιών σου φίλων;
- Όταν βάζουν σε κίνδυνο τη ζωή του αδελφού μου, ναι!
Ο μεγαλόσωμος επισκέπτης ταράχτηκε, τα μάτια του πήραν φωτιά και θαρρούσες πως οι γροθιές του σφίχτηκαν έτοιμες να χτυπήσουν την κοπέλα. Πάλι καλά, ο τύπος συγκρατήθηκε και η νταρντανίτσα δε το συνέχισε. Βγήκε ήσυχα ήσυχα έξω.
-Θα την είχα βαρέσει την αδελφή σου, μα το Θεό! Δε ξέρει να μιλάει σ' άνθρωπο! Και να σκεφτείς παλιά με ήξερε!
-Έλα ρε...ανυσηχεί πολύ για μένα...ήξερε οτι θα βγαινα μαζί σου εκείνο το βράδυ, της το είχα πει. Παραλίγο να βλεπα τα ραδίκια ανάποδα. Ήμουν σαν πεθαμένος, λέει, όταν με βρήκαν στο δρόμο.
-Έξω απ' το σπίτι σου σε βρήκαν, όχι στο δρόμο.
-Εσύ με άφησες εκεί;
-Εμ, ποιός άλλος;
-Καλά και γιατί είσαι άφαντος εδώ και τόσες μέρες απ' το σχολείο;
-Τρελός είσαι;
-Τι; Δε διάβασες;
-Είσαι μαλάκας ρε;; Χέσε το διάβασμα, πότε διάβαζα;! Οι δικοί σου έχουν βάλει τους πάντες να με βρούν. Δεν εμφανίζομαι πια εκεί και στο δρόμο προσέχω πολύ. Μόνο οι μπάτσοι μου λείπουν!
-Χμ...να πεις την αλήθεια άσκοπο.Θα μας ξεκάνουν.
-Αδιανόητο λέγεται. Μην ακούω μαλακίες! Και για να χουμε καλό ρώτημα...για πες μου τι έγινε εκείνη τη βραδιά...τι σου δωσαν και σωριάστηκες έτσι;
-Τι;
-Αυτοί εκεί..τα πρεζόνια που είδες...τι σου δωσαν;
-Α...εεε, δε θυμάμαι....
Στο άκουσμα αυτών των λέξεων, ο επισκέπτης σήκωσε τη μια γροθιά του κι έκανε να βαρέσει τον ασθενή. Γνωρίζοντας όμως τις επιπτώσεις, φυσικά και δεν το έκανε, ενώ αντί γι' αυτό, κλώτησε δυνατά το κάγκελο του κρεβατιού. Στην πρώτη ενέργεια, ο νεαρός ασθενής παρέμεινε ψύχραιμος, στη δεύτερη κατατρόμαξε.
-Είσαι τρελός;!
-Εσύ είσαι τρελός! Στο 'χα πει!
-Τι μου 'χες πει;
-Σου 'χα πει απ' την αρχή οτι εκεί που θα πηγαίναμε θα 'χε μπόλικο πράγμα απ' αυτό που σου δίνω για να πάρεις όσο θέλεις! Σε είχα προειδοποιήσει όμως οτι τα παιδιά εκεί μπορεί να φαίνονται μαστουρωμένα, αλλά είναι πιο άγρια απο μένα! Είναι ολόκληρη μπάντα, ρε μαλάκα! You know? New York bands?
-Κάτσε...τι λες;
-Α, δεν καταλαβαίνεις;!
-Όχι.
-Ε, τότε είσαι ηλήθιος!
Ο ασθενής συνοφρυώθηκε. Φαινόταν έτοιμος να φωνάξει το προσωπικό.
-Ηρέμησε, ηρέμησε! Μη παίρνεις και 100% αυτά που σου λέω!
-Ναι, πως!
-Και για πες...τι έγινε όταν...όταν έφυγα εγώ;;
-Τι;
-Ρε συ! Σε άφησα εκεί δίπλα σε ένα παιδί με κοντό, ξασμένο μαλλί! Σου είχα πει βέβαια να μην τους πάρεις τίποτα...τι τους πήρες;
-Κάτσε...δε θυμάμαι...μάλλον ήθελα κάτι δυνατό...μόλις είχαν πλακωθεί και οι δικοί μου...το διαζύγιο ήταν οριστικό πράγμα...κάτι που μου μούτρωσε και η δικιά μου...κάτι...δεν ξέρω! Πρέπει να παθα πάλι κατάθλιψη!
-Μου το πες όταν μου ζήταγες το πράγμα...η κατάθλιψη δε φεύγει κι έρχεται ξέρεις. Την έχεις για καιρό...Και μετά άλλο κατάθλιψη και άλλο μαλάκινση! Τα ελαφριά που σου έδινα εγώ δεν έχουν καμιά σχέση με αυτά που παίρνουν εκείνοι!
-Γιατί; Τι παίρνουν εκείνοι;
-Άστο...δεν είναι να σου λένε εσένα πράγματα....Την έχω βάψει, που την έχω βάψει...
-Εσύ; Γιατί;
-Νομίζεις σ' εσένα έδινα μόνο;! (και χαμηλώνοντας τη φωνή)Όλο το σχολείο ξέρει ποιός τους προμηθεύει...άλλοι απλά γουστάρουν...άλλοι έχουν καταθλίψεις σαν εσένα..εγώ πάντως χαμένος δε βγήκα.... μέχρι τώρα!
-Γιατί; Τι θα σου κάνουν;
-Πας καλά; Ο γέρος μου δεν ξέρει τίποτα γι' αυτά!
-Ε, καλά...θα τα αρνηθείς όλα...κάτι θα γίνει...θα μπει μπροστά κι η μάνα σου να τη γλιτώσεις...
-Η μαμά μου έχει πεθάνει προ πολλού...άστηνα εκεί που είναι...
Ο ασθενής έδειξε έκπληξη. Ο άλλος έκανε μια φορά το σταυρό του κι έπειτα κοίταξε σχεδόν με απάθεια το νεαρό στο κρεβάτι.
-Τόσους μήνες δε μου χες πει τίποτα. Λυπάμαι για τη μαμά σου.
-Όχι που δε θα λυπόσουν. Τελικά θα μου πεις τι σου δωσαν εκείνοι οι πούστηδες; Πρέπει να φύγω κιόλας! Σε λίγο θα 'ρθουν και οι δικοί σου...άμα με συναντήσουν, θα πέσει ξύλο...λέγε γρήγορα!
Ο ασθενής φάνηκε σκεφτικός. Μετά απο λίγη ώρα απάντησε:
-Ε...αρχίσαμε να μιλάμε λίγο...τι παίρνω...και πώς είμαι έτσι...
-Μιλάγατε; Ρώτησαν πράγματα για σένα; Τι τους είπες;;
-Όχι, όχι, για μένα δεν είπα τίποτα...μόνο οτι πήγαινα ακόμα σχολείο...και οτι δεν ήμουν καλα...
-Για συνέχισε...θα δω αν τους είπες πολλά...
-Δεν ήμουν καλά...τους το 'πα. Και μου έδωσαν κάτι που είπαν οτι ήταν πολύ καλό. Θα μου άλλαζε τα φώτα. Θα τα ξέχναγα όλα. Ε...λογικά το αγόρασα και...νομίζω μου έδειξαν πως να το πάρω. Μετά δεν ξέρω τι έγινε...
-Στις εξετάσεις έδειξαν ένα...μίγμα ήταν; Απο ηρωίνη και κοκαίνη....μπορεί και μορφίνη...δεν ξέρω...
-Ηρωίνη; Ποιο...α, καλά μαλάκα, τρελάθηκες;; Αφού σου 'πα να μη τους πάρεις τίποτα!
-Γιατί; Τι ήταν;
-Κάτι που σε στέλνει ή στα ουράνια ή στον τάφο! (και συνέχισε σιγανά, αλλά έντονα) Και για να κόντεψε να σε στείλει στον τάφο, πήρες υπερβολική δόση! Μ' έκαψες παλιοπούστη για μια δόση! Μια δόση! Με ήθελε για ένα λεπτό ένας τύπος...σου 'πα να κάτσεις για λίγο μόνος, αλλά να μην πάρεις τίποτα! Αλλά εσύ εκεί...να την κάνεις την κουτσουκέλα σου...και γω τώρα θα μείνω ταπί... εξαιτίας της μαλακίας σου!
-Ώστε δε σε νοιάζω εγώ, ε;! Τα λεφτά σ' ένοιαζαν! Γι' αυτό σ' ένοιαζε να μου δίνεις και μένα το πράγμα, για να 'χεις και συ με την κονόμα! Τόσο καιρό στα λεγα όλα, γίναμε φίλοι και ούτε συ νοιάζεσαι!
Ο επισκέπτης με τα γατίσια μάτια συνοφρυώθηκε και το πρόσωπό του έγινε άγριο. Χωρίς να νοιάζεται για τίποτα, πλησίασε τον ασθενή, τον γράπωσε απ' το γιακά και σε σημείο να τον πονάει, τον σήκωσε απ' το κρεβάτι. Έπειτα του ψιθύρισε έντονα στο αυτί:
-Πρώτον δεν είμαστε φίλοι, γνωστοί είμαστε. Δεύτερον, αν δε νοιαζόμουν, θα σε είχα αφήσει εκεί που ήσουν κι ας ψόφαγες. Το πιο εύκολο είναι να κάνεις την πάπια και ν' αφήνεις τους άλλους να κάνουν τη δουλειά. Εκείνοι που είδες, θα σε είχαν ξεπαστρέψει στο λεπτό. Ούτε κοκκαλάκι δε θα 'μενε στο γέρο και τη μάνα σου για μια κηδεία της προκοπής.Εγώ όμως σε έφερα! Νεκρό όπως σε νόμιζα! Και που να βλεπες μετά κλάματα η μανούλα σου με το μπαμπάκα σου.... Αγκαλιασμένοι σαν το πιο αγαπημένο ζευγάρι! Ήταν εκεί, νοιάζονταν περισσότερο απ' τον καθένα για σένα και συ τι έκανες; Πουλούσες αντίδραση! Γιατί;; Για ένα κωλοδιαζύγιο που έτσι κι αλλιώς θα πάρουν! Θα πρεπε να το 'χεις καταλάβει. Εσύ είσαι μέσα στη ζωή τους....όχι ανάμεσα στη σχέση τους. Σιγά μη σε ρωτούσαν. Οπότε άσε τις κλάψες για τώρα στα δεκαοχτώ κι έτσι...αν ήταν θα γινότανε..τουλάχιστον θα έχεις δίπλα σου και τους δυο γονείς σου, έτοιμους να σε βοηθούν και όχι να χαλιούνται για σένα, όπως έκανες εσύ! Ξέρεις πόσο θα υπέφεραν αν πάθαινες κάτι; Χα! Θα πέθαινες στ' αλήθεια μόνο για να τους δεις πως ήταν απο πάνω σου! Έκαναν σαν ηλίθιοι! Νόμιζαν οτι πέθανες στ' αλήθεια! Όπως και γω! Και σίγουρα δε νόμισαν ούτε για μια στιγμή οτι ήσουν έτσι για το κωλοδιαζύγιό τους! Θα πέθαινες άδικα! Γιατί εσύ θα 'φταιγες, όχι, δε στο κανα εγώ αυτό. Εσύ μου ζήτησες να 'ρθεις μόνο και μόνο για να πάρεις αρκετή ποσότητα και 'γω ήθελα να σε προστατέψω όταν σου είπα να μη δεχτείς τίποτα απο κανέναν εκεί μέσα! Δε θα σου δινα κάτι που θα σε σκότωνε ή θα σ' έφερνε σε τέτοια κατάσταση! Δε σκοτώνω. Δίνω ό,τι μου ζητούν και βγαίνω κερδισμένος. Δεν είμαι δολοφόνος!Είμαι έξυπνος, φίλε!
-Μαλ...άκας είσαι και συ.... Χαλάς τον εαυτό σου για το τίποτα. Άμα...άμα συνεχίσεις έτσι, θα γίνεις πραγματικός ναρκωμανής.
Ο ασθενής ψιθύριζε ξεψυχισμένα. Ο άλλος δε χαλάρωσε τα χέρια του.
-Ποιός σου πε οτι δεν είμαι ήδη; Καλά, δεν κατάλαβες τίποτα όταν σ' έφερα σ' εκείνο το μέρος;; Αλλά τι να καταλάβεις! Εσύ είχες ντράβαλα με την οικογένεια και με τη γκόμενα!
-Μην ανακατεύεις την Κατερίνα σ' αυτό!
-Μωρέ, δε γαμιέται η πουτάνα; Που σ' έβλεπε σκατά και δεν έκανε τίποτα;;
Ο ασθενής που ως τότε συγκρατιόταν, άρχισε να βογγάει. Ο άλλος συνειδητοποίησε οτι κόντευε να τον βγάλει απ' το κρεβάτι με τους ορούς και τους καθετήρες μαζί και άρχισε να ξεθυμαίνει. Έβαλε τον ασθενή πίσω στη θέση του, ξαπλωμένος όπως ήταν πριν, τακτοποίησε τα άκρα του μαζί με τους ορούς με ιδιαίτερη σχολαστικότητα, χωρίς όμως να μιλήσει και χωρίς να ζητήσει συγγνώμη. Όταν τελείωσε, είπε σε ήπιο τόνο:
-Φροντισε να γίνεις καλά, μαλάκα. Τ' ακούς; Πες στην αδελφή σου να σε προσέχει. Πάω να φύγω πριν έρθουν να με λυτζάρουν οι δικοί σου.
-Θα τους πω οτι δε φταις εσύ...
-Μωρέ θα φάω ξύλο που σου λέωωω...έχω και δουλειές.
-Τι δουλειές; Πάλι εκεί θα πας ρε;
-Όχι...πρέπει να πάω αλλού πρώτα.
Και καθώς απομακρυνόταν, γύρισε μια τελευταία φορά προς τον ασθενή:
-Άντε γειά!
Αναρτήθηκε από
Alice,Blueheart, Hermionie and other story-tellers....
στις
2:53 μ.μ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2010
Blue Circle: The myth (1o μέρος)
"Loving mother...he has come...to take your son...."
-Θεέ μου! Το παιδί! Γιώργο, τρέξε το παιδί!
Μόνο αυτά τα λόγια μπόρεσε να ξεστομίσει η έντρομη μάνα, μόλις άνοιξε την πόρτα της μονοκατοικίας και είδε το γιο της να κείτεται στο πεζοδρόμιο. Το ελάχιστο φως από τις κολόνες της ΔΕΗ μόλις που έφτανε για να μπορέσεις να δεις ένα πρόσωπο κυριολεκτικά μελανιασμένο, παγωμένο κι ένα ακίνητο, νεανικό κορμί να σιγοψιθυρίζει τα τελευταία λόγια ζωής που του απέμειναν. Τι φρίκη, τι τρόμο, τι απόγνωση μπορεί να νιώσει κανείς βλέποντας έναν άνθρωπο σ' αυτή τη κατάσταση, πόσο μάλλον βλέποντας κάποιο γνωστό, το ίδιο το παιδί του;
Η μητέρα έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα ακίνητη με τα χέρια στο στόμα, απεγνωσμένη. Δεν ήταν δυνατόν, δεν ήταν! Μετά από λίγο, σα να ξύπνησε από όνειρο, έπεσε στα γόνατα και σκέπασε με τα χέρια της το σώμα του αγοριού της. Τι κρύος που ήταν! Ήταν δυνατόν να περνούσε ακόμη ανάσα σ' αυτό το μαρμαρωμένο κορμί; Κι έβαλε τα κλάματα. Τρομαγμένος, βγήκε σε λίγο απ' το σπίτι κι ένας άντρας, ο οποίος μόλις είδε τούτη τη σκηνή, βάλθηκε να επαναλαμβάνει τη λέξη "βοήθεια", αν και η βοήθεια υποτίθεται ότι θα ερχόταν από αυτόν. Ήταν ο πατέρας. Αμέσως μετά, εμφανίστηκε ένα τρίτο άτομο, μια μεγαλόσωμη κοπέλα, σωστή νταρντάνα με στρογγυλό πρόσωπο και κοντό μαλλί, πιασμένο κότσο. Λόγω του οτι ήθελε να έρθει πιο κοντά στα μέλη της οικογένειάς της για να δει καλύτερα, έκανε κάποια βήματα μπροστά, σκουντώντας άθελά της τον πατέρα της. Αυτό στάθηκε η αφορμή για να έρθει ο άνθρωπος στα συγκαλά του και να συνειδητοποιήσει την κατάσταση. Και όντως συνήλθε.
Χωρίς να χάνει άλλο χρόνο, γονάτισε δίπλα στο σώμα του γιου του και παραμερίζοντας βίαια τα χέρια της γυναίκας του, βάλθηκε να του βρει σφυγμό' δεν τα κατάφερε. Προσπάθησε να ελέγξει αν ο γιος του αναπνέει ή αν κινείται το στήθος του. Πάλι τίποτα. Ελπίζοντας πως οι τρόποι του ήταν χοντροκομμένοι και οι προσπάθειες άκαρπες από την ταραχή, βάλθηκε να σκεφτεί λογικά μ' ότι ορθό του απέμεινε στο νου και να κάνει κάτι πραγματικά σωστό, όσο δύσκολο κι αν ήταν. Και μάλλον τα κατάφερε.
-Ρόη, πάρε το 166. Τώρα, τρέχα!
Η νταρντανίτσα χάθηκε στη στιγμή κι έτρεξε να τηλεφωνήσει. Ήταν η αδελφή του "μαρμαρωμένου". Μετά από λίγο, όταν επέστρεψε για να πει στους γονείς της ότι το ασθενοφόρο κατέφθανε όπου να ναι, τους βρήκε αγκαλιασμένους, μονοιασμένους πάνω απ' το κορμί του αδελφού της. Και παραξενεύτηκε.
-Δε θα τον πάμε μέσα; Εδώ θα περιμένουμε;
Οι γονείς της γύρισαν να την κοιτάξουν σαν υπνωτισμένοι, αλλά γρήγορα κατάλαβαν τι έκαναν. Το να ακούς λίγα φωτισμένα λόγια τη στιγμή που εσύ νομίζεις ότι όλα τελείωσαν δεν είναι και λίγο. Συνειδητοποιείς την κατάσταση εκεί που νιώθεις ότι τα χάνεις.
-Μπες μέσα. Μπες μέσα τώρα!
Ήταν η φωνή της μάνας που χωρίς δεύτερη κουβέντα πρόσταζε τώρα την κόρη της να μπει μέσα στο σπίτι. Ύστερα, χωρίς να χάσει καιρό, προσπάθησε να σηκώσει το γιο της με τη βοήθεια του άντρα της. Σε τέτοιες καταστάσεις καταλαβαίνεις πότε πρέπει να κάνεις εσύ τι δουλειά και πότε όχι; Μια η απάντηση. Η δύστυχη μάνα προσπάθησε να βάλει το γιο της μέσα στο σπίτι, ενώ ο άντρας της ακολουθούσε υποβαστάζοντας.
Μόλις το μετακίνησαν, το κορμί εκείνο θαρρείς ξεμαρμάρωσε, απέκτησε λίγη περισσότερη ζωή, η οποία φυσικά χάθηκε με το κλείσιμο της πόρτας. Και μετά σιωπή.
Λίγοι είχαν ακούσει ή δει το περιστατικό αυτό: μια γριά γειτόνισσα που μέχρι τα ξημερώματα καθόταν στο χαμηλό της μπαλκονάκι πίνοντας βότκα και βρίζοντας στα ρώσικα, ένας περιπτεράς που εκείνη την ώρα περνούσε τυχαία από κει, αλλά οι άνθρωποι αυτοί του ήταν ξένοι και ντράπηκε να πάει να ρωτήσει τι έγινε μιας κι οι ίδιοι έμοιαζαν να μην ήξεραν. Και τέλος, μια μαύρη γάτα απ' τον απέναντι κάδο που εκείνη την ώρα έβγαζε λίγο φαΐ απ' τα σκουπίδια.
Το "μαρμαρωμένο" παιδί όμως ήταν αδύνατον να βρέθηκε εκεί από μόνο του, πόσο μάλλον τυχαία, όταν οι άνθρωποι του το αναγνώρισαν έτσι στα χάλια του όπως ήταν. Κανείς, ούτε καν η Ρωσίδα γραία δεν είχε δει ένα μεγαλόσωμο πράγμα, το οποίο μόλις άφησε το "μαρμαρωμένο" κοντά στην πόρτα του σπιτιού, χάθηκε απέναντι πίσω από τον κάδο σκουπιδιών, χωρίς να το πάρουν χαμπάρι. Κι έτσι, κανείς δε διέκρινε δυο πράσινα, γατίσια μάτια να παρακολουθούν το όλο συμβάν με πολύ αγωνία, ώσπου σιγουρεύτηκαν ότι το παιδί ήταν με την οικογένεια του μέσα στο σπίτι. Μετά απ' αυτό, μια κλωτσιά τράνταξε τον κάδο τόσο δυνατά που η γάτα δίπλα έβγαλε μια κραυγή και μόνο τότε η γριά στο μπαλκονάκι μπόρεσε να διακρίνει μια μεγαλόσωμη φιγούρα να τρέχει σαν κυνηγημένη και να χάνεται στο σκοτάδι του επόμενου στενού.
Κυριακή 23 Μαΐου 2010
Blue Circle:The Myth (εισαγωγή)
Loving mother
He has come
To take your son
Αναρτήθηκε από
Alice,Blueheart, Hermionie and other story-tellers....
στις
12:12 π.μ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δευτέρα 5 Απριλίου 2010
Blue Circle: Το πρόβλημα (song)
Όλα δικά σου, μάτια μου κι ο πόνος σου δικός μου
είδαν πολλά τα μάτια μου στις γειτονιές του κόσμου.....
Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2010
Blue Circle: Το πρόβλημα (3o μέρος)
Η κρεβατοκάμαρα του Αντώνη δεν ήταν πολύ μεγάλη. Γενικώς το διαμέρισμα δεν ήταν μεγάλο, αλλά σίγουρα η άνεση και η ζεστασιά του έφτανε σ' έναν εργένη. Κάτι ακόμα που πρόσεξε η κοπέλα μόλις μπήκε μέσα ήταν ότι το δωμάτιο ήταν πολύ φωτεινό. Τα παντζούρια ήταν ανοιχτά κι όλο το φως του μεσημεριάτικου ήλιου επιδείκνυε το μεγαλείο του. Όλα γύρω ήταν λευκά, οι ντουλάπες, το πορτατίφ, το κομοδίνο, το κρεβάτι ολόκληρο, ωστόσο κάτι μαγάριζε το χώρο. Μια μπλε σκέψη περνούσε απ' τα μάτια τους. Μόνο μια αίσθηση ηρεμίας και χαλάρωσης θα μπορούσε να νιώσει κανείς εκεί μέσα. Όχι όμως εκείνη. Το κόκκινο του προσώπου της δεν είχε χαθεί διόλου και τα χείλη της ήταν σφιγμένα και υγρά απ' το νερό που είχε πιει Ο νέος άντρας φυσικά και τα πρόσεξε όλα αυτά. Και συνειδητοποίησε ότι του άρεσαν. Ξαφνικά, εκείνη γύρισε απότομα το κεφάλι της και τον κοίταξε. Το βλέμμα της ξεχείλιζε από σιγουριά, αλλά και απορία, σαν να έλεγε "και τώρα, τι πρέπει να κάνω;" Εκείνος προσπάθησε να χαμογελάσει.
-Κοίταξε....ξαναλέω, δε χρειάζεται να το κάνεις αυτό, αν δεν το θέλεις πραγματικά.
Σιωπή εκείνη.
-Κοίταξε να δεις...εγώ δεν έχω πρόβλημα. Κι αυτό, γιατί δεν είσαι η πρώτη, αν καταλαβαίνεις. Εμένα μια άγνωστη στο κρεβάτι μου δε με χαλάει. Με λίγη προσοχή περνάω πολύ καλά. Εσένα όμως σε συμπαθώ και δε θέλω ούτε εσύ να το μετανιώνεις αργότερα, ούτε να εκτίθεμαι εγώ χωρίς λόγο.
Η νεαρή κοπέλα δεν απάντησε. Για μια στιγμή κοίταξε το κατάλευκο κρεβάτι κι έπειτα άρχισε να ξεκουμπώνει τη ζακέτα της. Στο πρόσωπο του άντρα που στεκόταν δίπλα της ζωγραφίστηκε η απορία. Δεν ήταν ηλίθιος, οπωσδήποτε όχι και νοιαζόταν για κείνη λίγο παραπάνω απ' ότι θα νοιαζόταν κάποιος για έναν εντελώς άγνωστο σε αυτόν άνθρωπο. Όσο της μιλούσε από μια οθόνη είχε την εντύπωση ότι δεν ήταν τίποτ' άλλο από μια τρυφερή γυναικεία ύπαρξη που βιαζόταν να κάνει κάτι που στην πραγματικότητα δεν ήθελε. Όχι με εκείνον τουλάχιστον. Και η συνάντηση τους το επιβεβαίωνε αυτό. Η κοινωνία και οι σημερινοί άνθρωποι της είχαν μεταδώσει το μήνυμά τους και η σύγκριση μαζί τους ίσως επέφερε καταστροφικά αποτελέσματα. Και ίσως εκείνος να μπορούσε να το σταματήσει, αν ήθελε. Δε θα το έκανε, όμως. Όση ώρα την παρατηρούσε, δεν έβλεπε στο πρόσωπό της ένα παιδί, ένα κοριτσάκι, σίγουρα όχι. Έβλεπε ωστόσο ένα όμορφο και αθώο πλάσμα και είχε καιρό να δει κάτι τέτοιο σε γυναίκα. Του άρεσε. Και την ώρα που εκείνη ήταν έτοιμη να βγάλει τη μπλούζα της, της είπε παίρνοντας μια έκφραση, σαν να της έλεγε "άντρας είμαι, μαλάκας όμως όχι"
-Όχι. Μη βιάζεσαι. Χαλαρά. Πρέπει πρώτα να γνωρίσεις εμένα.
Και άρχισε να γδύνεται μπροστά της. Όταν πια έμεινε μόνο με το εσώρουχο, σταμάτησε να την κοιτάξει. Εκείνη δε φαινόταν να δειλιάζει. Τον κοίταξε με τη σειρά της στα μάτια κι έπειτα σ' όλο του το σώμα. Κι είχε ωραίο σώμα ο άτιμος.
-Τώρα κάθισε και βγάλε τα παπούτσια σου.
Η κοπέλα υπάκουσε με προθυμία και κάθισε στο κρεβάτι, ενώ εκείνος έκανε το ίδιο.
-Ωραία. Τώρα... θα με βοηθήσεις να βγάλω το boxerακι.
Πήρε απαλά τα δυο χέρια της και μαζί με τα δικά του έβγαλε σιγά σιγά το boxer ως τα γόνατα. Έπειτα το έβγαλε τελείως μόνο με τα δικά του χέρια κι αφού το έβαλε κάπου δίπλα, την κοίταξε. Το κοκκίνισμα φυσικά δεν έλειπε πάλι από το πρόσωπό της, αλλά υπήρχε μια ηρεμία και ψυχραιμία στο βλέμμα της που τον εξέπληξε. Για πρώτη φορά του φάνηκε σίγουρη γι' αυτό που έκανε κι έτσι του έδινε το μπαλάκι για να συνεχίσουν. Έτσι, χωρίς να χάσει άλλο χρόνο, πήρε απαλά το χέρι της και προσπάθησε να το βάλει πάνω στο όργανο του.
-Άγγιξε με... Ίσως φαίνεται τρομακτικό, αλλά είσαι μεγάλη κοπέλα πια! Η αρχή είναι δική σου!
Εκείνη δε δίστασε. Άφηνε το χέρι του να οδηγήσει το δικό της και δεν το τράβηξε όταν εκείνος το έβαλε ακόμη πιο χαμηλά. Κι ενώ μέχρι τότε ένιωθε έστω μια κάποια σιγουριά και θάρρος, γρήγορα άρχισε να πιστεύει ότι παραδίνεται σε κατι αισχρό, ανούσιο. Ποιό το νόημα του να πηγαίνεις με κάποιον που δε νιώθεις ούτε το παραμικρό συναίσθημα γι' αυτόν, όσο καλός κι αν ήταν; Της φάνηκε σαν να εμφανίστηκε μπροστά της ένας γυμνός άντρας από το πουθενά. Ούτε το όνομα του δε θυμόταν. Και θα συνέχιζε να μεγαλώνει αυτή η αίσθηση του ανούσιου, εάν δεν άλλαζαν τα πράγματα. Ξαφνικά, ο γυμνός άντρας άρχισε να ανεβάζει το χέρι της όλο και πιο ψηλά πάνω στο κορμί του. Η παλάμη της άγγιξε τη γυμνασμένη κοιλιά του, τα δάχτυλα της χάιδεψαν το στέρνο του, ενώ με το άλλο της χέρι αυθόρμητα άγγιξε την πλάτη του. Κι έτσι θέλησε να πάει ακόμη πιο κοντά του, χωρίς να ξέρει γιατί, αγνοώντας το γεγονός ότι το ένστικτο της είχε ξυπνήσει για τα καλά. Και τότε, κάθε τι ανούσιο, αισχρό και πρόστυχο χάθηκε από το μυαλό της. Μπροστά της έβλεπε μόνο έναν άντρα, ωραίο για τα μάτια της που με τη γύμνια του της είχε ξυπνήσει τον πόθο, τον έρωτα.
Εκείνος βλέποντας τη συμπεριφορά της κατάλαβε τι είχε συμβεί. Έβλεπε κι αυτός μια γυναίκα μπροστά του με μάτια όλο λάμψη και προσμονή. Και φυσικά αντέδρασε ανάλογα. Άφησε τα χέρια της πάνω στο σώμα του κι ο ίδιος άρχισε να τη χαϊδεύει αρχίζοντας από τους ώμους της και φτάνοντας ως τη μέση της. Εκεί, ρίχνοντας της πρώτα ένα βιαστικό βλέμμα, της έβγαλε τη μπλούζα. Μετά από λίγο δεν κρατήθηκαν. Έπεσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου με ορμή, μ' έναν δυνατό πόθο για ένωση ψυχών και σωμάτων, έστω κι αν ήταν άγνωστοι, έστω κι αν δεν ξανασυναντιόνταν ποτέ. Ένιωθαν το φως να πέφτει πάνω τους και να φωτίζει τα σώματα τους, χωρίς όμως να τα ζεσταίνει ούτε κατά το ήμισυ απ' όσο τους ζέσταινε η ένωσή τους. Κι ήταν μια από τις λίγες μέρες που ο ήλιος έδυσε με χαμόγελο.
-Κοίταξε....ξαναλέω, δε χρειάζεται να το κάνεις αυτό, αν δεν το θέλεις πραγματικά.
Σιωπή εκείνη.
-Κοίταξε να δεις...εγώ δεν έχω πρόβλημα. Κι αυτό, γιατί δεν είσαι η πρώτη, αν καταλαβαίνεις. Εμένα μια άγνωστη στο κρεβάτι μου δε με χαλάει. Με λίγη προσοχή περνάω πολύ καλά. Εσένα όμως σε συμπαθώ και δε θέλω ούτε εσύ να το μετανιώνεις αργότερα, ούτε να εκτίθεμαι εγώ χωρίς λόγο.
Η νεαρή κοπέλα δεν απάντησε. Για μια στιγμή κοίταξε το κατάλευκο κρεβάτι κι έπειτα άρχισε να ξεκουμπώνει τη ζακέτα της. Στο πρόσωπο του άντρα που στεκόταν δίπλα της ζωγραφίστηκε η απορία. Δεν ήταν ηλίθιος, οπωσδήποτε όχι και νοιαζόταν για κείνη λίγο παραπάνω απ' ότι θα νοιαζόταν κάποιος για έναν εντελώς άγνωστο σε αυτόν άνθρωπο. Όσο της μιλούσε από μια οθόνη είχε την εντύπωση ότι δεν ήταν τίποτ' άλλο από μια τρυφερή γυναικεία ύπαρξη που βιαζόταν να κάνει κάτι που στην πραγματικότητα δεν ήθελε. Όχι με εκείνον τουλάχιστον. Και η συνάντηση τους το επιβεβαίωνε αυτό. Η κοινωνία και οι σημερινοί άνθρωποι της είχαν μεταδώσει το μήνυμά τους και η σύγκριση μαζί τους ίσως επέφερε καταστροφικά αποτελέσματα. Και ίσως εκείνος να μπορούσε να το σταματήσει, αν ήθελε. Δε θα το έκανε, όμως. Όση ώρα την παρατηρούσε, δεν έβλεπε στο πρόσωπό της ένα παιδί, ένα κοριτσάκι, σίγουρα όχι. Έβλεπε ωστόσο ένα όμορφο και αθώο πλάσμα και είχε καιρό να δει κάτι τέτοιο σε γυναίκα. Του άρεσε. Και την ώρα που εκείνη ήταν έτοιμη να βγάλει τη μπλούζα της, της είπε παίρνοντας μια έκφραση, σαν να της έλεγε "άντρας είμαι, μαλάκας όμως όχι"
-Όχι. Μη βιάζεσαι. Χαλαρά. Πρέπει πρώτα να γνωρίσεις εμένα.
Και άρχισε να γδύνεται μπροστά της. Όταν πια έμεινε μόνο με το εσώρουχο, σταμάτησε να την κοιτάξει. Εκείνη δε φαινόταν να δειλιάζει. Τον κοίταξε με τη σειρά της στα μάτια κι έπειτα σ' όλο του το σώμα. Κι είχε ωραίο σώμα ο άτιμος.
-Τώρα κάθισε και βγάλε τα παπούτσια σου.
Η κοπέλα υπάκουσε με προθυμία και κάθισε στο κρεβάτι, ενώ εκείνος έκανε το ίδιο.
-Ωραία. Τώρα... θα με βοηθήσεις να βγάλω το boxerακι.
Πήρε απαλά τα δυο χέρια της και μαζί με τα δικά του έβγαλε σιγά σιγά το boxer ως τα γόνατα. Έπειτα το έβγαλε τελείως μόνο με τα δικά του χέρια κι αφού το έβαλε κάπου δίπλα, την κοίταξε. Το κοκκίνισμα φυσικά δεν έλειπε πάλι από το πρόσωπό της, αλλά υπήρχε μια ηρεμία και ψυχραιμία στο βλέμμα της που τον εξέπληξε. Για πρώτη φορά του φάνηκε σίγουρη γι' αυτό που έκανε κι έτσι του έδινε το μπαλάκι για να συνεχίσουν. Έτσι, χωρίς να χάσει άλλο χρόνο, πήρε απαλά το χέρι της και προσπάθησε να το βάλει πάνω στο όργανο του.
-Άγγιξε με... Ίσως φαίνεται τρομακτικό, αλλά είσαι μεγάλη κοπέλα πια! Η αρχή είναι δική σου!
Εκείνη δε δίστασε. Άφηνε το χέρι του να οδηγήσει το δικό της και δεν το τράβηξε όταν εκείνος το έβαλε ακόμη πιο χαμηλά. Κι ενώ μέχρι τότε ένιωθε έστω μια κάποια σιγουριά και θάρρος, γρήγορα άρχισε να πιστεύει ότι παραδίνεται σε κατι αισχρό, ανούσιο. Ποιό το νόημα του να πηγαίνεις με κάποιον που δε νιώθεις ούτε το παραμικρό συναίσθημα γι' αυτόν, όσο καλός κι αν ήταν; Της φάνηκε σαν να εμφανίστηκε μπροστά της ένας γυμνός άντρας από το πουθενά. Ούτε το όνομα του δε θυμόταν. Και θα συνέχιζε να μεγαλώνει αυτή η αίσθηση του ανούσιου, εάν δεν άλλαζαν τα πράγματα. Ξαφνικά, ο γυμνός άντρας άρχισε να ανεβάζει το χέρι της όλο και πιο ψηλά πάνω στο κορμί του. Η παλάμη της άγγιξε τη γυμνασμένη κοιλιά του, τα δάχτυλα της χάιδεψαν το στέρνο του, ενώ με το άλλο της χέρι αυθόρμητα άγγιξε την πλάτη του. Κι έτσι θέλησε να πάει ακόμη πιο κοντά του, χωρίς να ξέρει γιατί, αγνοώντας το γεγονός ότι το ένστικτο της είχε ξυπνήσει για τα καλά. Και τότε, κάθε τι ανούσιο, αισχρό και πρόστυχο χάθηκε από το μυαλό της. Μπροστά της έβλεπε μόνο έναν άντρα, ωραίο για τα μάτια της που με τη γύμνια του της είχε ξυπνήσει τον πόθο, τον έρωτα.
Εκείνος βλέποντας τη συμπεριφορά της κατάλαβε τι είχε συμβεί. Έβλεπε κι αυτός μια γυναίκα μπροστά του με μάτια όλο λάμψη και προσμονή. Και φυσικά αντέδρασε ανάλογα. Άφησε τα χέρια της πάνω στο σώμα του κι ο ίδιος άρχισε να τη χαϊδεύει αρχίζοντας από τους ώμους της και φτάνοντας ως τη μέση της. Εκεί, ρίχνοντας της πρώτα ένα βιαστικό βλέμμα, της έβγαλε τη μπλούζα. Μετά από λίγο δεν κρατήθηκαν. Έπεσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου με ορμή, μ' έναν δυνατό πόθο για ένωση ψυχών και σωμάτων, έστω κι αν ήταν άγνωστοι, έστω κι αν δεν ξανασυναντιόνταν ποτέ. Ένιωθαν το φως να πέφτει πάνω τους και να φωτίζει τα σώματα τους, χωρίς όμως να τα ζεσταίνει ούτε κατά το ήμισυ απ' όσο τους ζέσταινε η ένωσή τους. Κι ήταν μια από τις λίγες μέρες που ο ήλιος έδυσε με χαμόγελο.
Όλα δικά σου, μάτια μου κι ο πόνος σου δικός μου
είδαν πολλά τα μάτια μου στις γειτονιές του κόσμου.....
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)