Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2010

Blue Circle: Το γράμμα Ε

Πολλοί εκείνη την περίοδο άρχισαν να της δίνουν σημασία, αν και από παλιότερα όλοι το λέγαν πως αυτή η κοπέλα ή ήταν πολύ χαζή ή πολύ στον κόσμο της. Οι κοντινοί της φίλοι τη δικαιολογούσαν σε όλους λέγοντας ότι είχε τα δικά της προβλήματα. Όπως και να χε, το δυνατό και παιδικό της γέλιο, οι άκυρες σπόντες της, η καλοσύνη στα μάτια και η ευθυμία της σε συνδυασμό με τη διάθεση για τραγούδι την έκαναν συμπαθής σε όλους. Όταν λοιπόν, η Γιορδανία ήταν μουτρωμένη, δάκρυζε, μονολογούσε ή είχε έκφραση μελαγχολική, όλοι ενδιαφερόντουσαν να μάθουν τι έχει, αν κι εκείνη δεν τους έλεγε ποτέ....

Από μικρούλα, η Γιορδανία είχε πολύ αδύνατο σώμα κι έτσι που έτρεχε όλη μέρα παίζοντας ποδόσφαιρο και μπάσκετ θύμιζε κάτι από αγοροκόριτσο. Μα δεν ήταν μόνο αυτό. Ήταν και οι τρόποι της κάπως απότομοι και άγαρμποι και το βήμα της ελαφρύ με τις μύτες προς τα έξω. Έτσι, ήταν εύλογο που όλοι απορούσαν πως αυτό το κοριτσάκι είχε μεγαλώσει με μητέρα. Φυσικά, κανείς δεν ήξερε πως το κοριτσάκι μαζί με την μικρότερη αδελφή του είχε μεγαλώσει με τον πατέρα τους. Η μητέρα μια περίοδο ήταν σπίτι, μια έλειπε κι αυτό, διότι οι καυγάδες του σπιτιού ξεπερνούσαν τα όρια που μπορούσε ν' αντέξει μια οικογένεια. Στο δημοτικό σε ένα λεύκωμα μιας φίλης της, στην ερώτηση "Τι θα θέλατε ν' αλλάξετε στο μέλλον;", ενώ τα περισσότερα παιδάκια έγραφαν για τερματισμό των πολέμων και παγκόσμια ειρήνη, η μικρή Γιορδανία έγραψε "Να μη μαλώνουν οι γονείς μου". Συγκινητική η αλήθεια απ' το στυλό ενός παιδιού.

Όσο μεγάλωνε το παιδάκι αυτό, τόσο άλλαζε. Φαινομενικά, χάριζε σε όλους γέλιο, αισιοδοξία κι ευθυμία, αλλά κάπου κάπου σε στιγμές που ήταν κλεισμένη στον εαυτό της και δεν το καταλάβαινε, άφηνε να βγαίνει μια μεγάλη θλίψη στα μάτια της. Ήταν η περίοδος όπου στη γειτονιά είχε ξεσπάσει η φήμη, ότι μια μητέρα παράτησε τα παιδιά της κι έφυγε...

Αργότερα στο λύκειο, τα πράγματα φάνηκαν να σοβαρεύουν για κάποιο λόγο. Η θλίψη, η μελαγχολία, ακόμη και η κατάθλιψη θέριευαν στο ύφος και το βλέμμα της. Όπως εξομολογήθηκε για πρώτη φορά στις φίλες της, οι γονείς της είχαν χωρίσει προ πολλού... Η ίδια έμεινε με την αδελφή της στο σπίτι με το μπαμπά, ενώ είχε αναλάβει και την ευθύνη της μικρότερης, καθώς και την καθαριότητα του σπιτιού. Με τον πατέρα της είχε μια μέτρια σχέση, ούτε κρύο, ούτε ζέστη, αλλά δεν έπαυε να μην μπορεί να του ανοιχτεί και να επιζητά συνεχώς τη θαλπωρή της μητρικής κουβέντας. Η μητέρα της βρισκόταν μακριά και τα "λουλουδάκια" της όπως τα φώναζε, την έβλεπαν μια με δυο φορές το χρόνο. Δεν ήταν όμως αυτό το πρόβλημα που είχε και συνάμα απέφευγε για καιρό εκείνη η κοπέλα....

Τελευταία, πριν πατήσει στο λύκειο ακόμα, η Γιορδανία είχε παρατηρήσει ότι σκεφτόταν έντονα κάποιες συγκεκριμένες κοπέλες, συνήθως συνομήλικες της, ακόμη και μετά το σχολείο. Έδινε προσοχή στα πάντα, στο τι φορούσαν, στο τι έκαναν, με τι ασχολούνταν, στο πως την κοίταζαν όταν της μιλούσαν. Χωρίς απαραίτητα να γνωρίζει πολλά γι' αυτές, η Γιορδανία ένιωθε την ανάγκη να της παρατηρεί, να έρθει πιο κοντά τους, να τις νιώσει, να τη νιώσουν... Ανα περίοδο, υπήρχε και από μια κοπέλα στο μυαλό της που δεν μπορούσε να ξεχάσει ή να αδιαφορήσει γι' αυτήν. Στην πρώτη λυκείου λοιπόν, ήρθε το τελειωτικό χτύπημα....

Έτυχε εκείνη την περίοδο η Γιορδανία να μην είναι καλά ψυχολογικά λόγω της κατάστασης στο σπίτι και στο σχολείο πολλές φορές μίλαγε με μια συμμαθήτριά της για ένα καινούριο σίριαλ που άρχισε κι έτσι οι δυο κοπέλες που ως τότε δεν είχαν καμιά ιδιαίτερη σχέση, ήρθαν πιο κοντά. Η μία φυσικά αδιαφορούσε, για κείνη δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο, ενώ για την Γιορδανία η άλλη άρχισε να είναι τα πάντα. Κάτι δυνατό γεννήθηκε ξάφνου μέσα της κι από τότε δε μπορούσε να ηρεμήσει. Άρχισε να ενδιαφέρεται για όλα όσα αφορούσαν τη συμμαθήτριά της, τα χαρακτηριστικά της, το όνομά της, το ζώδιό της, τις προτιμήσεις της, τη διεύθυνσή της, τους φίλους της, το χαρακτήρα της, τον κόσμο της όλο και οτιδήποτε αφορούσε την....άλλη. Κι άρχισε να της γίνεται έμμονη ιδέα. Στο κινητό, στο χέρι και σε άλλα μέρη είχε στολίδια με το αρχικό γράμμα του ονόματος της άλλης, αγαπούσε ό,τι αγαπούσε και η άλλη, έκλαιγε στα καλά καθούμενα με λυγμούς, άκουγε περισσότερα ελληνικά τραγούδια για έρωτες κι αγάπες, έκοβε βόλτες κάθε λίγο και λιγάκι έξω από το σπίτι της άλλης και όποτε μιλούσαν οι δυο τους, η καρδιά της πήγαινε να σπάσει...


Η ψυχολογική κατάσταση της Γιορδανίας άλλαζε αναλόγως. Όταν μιλούσε με την..."άλλη" χαιρόταν και το κέφι μιας ολόκληρης ημέρας περιστρεφόταν γύρω από μια συζήτηση τους, της χαμογελούσε η "άλλη" και η Γιορδανία έβγαζε φτερά, της έλεγε κάτι μέτριο και μελαγχολούσε κι όταν πάλι δεν της μίλαγε καθόλου, η Γιορδανία έφτανε στο σημείο να κλαίει ή να κλείνεται πολύ στον εαυτό της και να μη μιλάει σε κανέναν. Οι φίλες της, οι κολλητές δηλαδή που κάποια στιγμή έμαθαν την αλήθεια, της πρότειναν να πάει σε ειδικό, χωρίς αποτέλεσμα όμως:

-Όχι φυσικά! Δεν είμαι τρελή!

Βέβαια, όσο κι αν διαμαρτυρόταν στην αρχή, αργότερα συνειδητοποίησε κι η ίδια ότι όντως άρχισε να τρελαίνεται. Οι βόλτες στο σπίτι της άλλης έγιναν πιο συχνές, η παρακολούθηση εν ώρα μαθήματος και η αφηρημάδα γέμιζαν το μυαλό της χωρίς να το καταλαβαίνει, δεν την ενδιέφερε το σχολείο και τα μαθήματα και δεν άκουγε κανέναν πέραν από τον εαυτό της. Στις συζητήσεις με τις φίλες της δεν μιλούσε πολύ, εκτός κι αν αναφερόταν στην άλλη, όλη της η μέρα εξαρτιόταν από το αν θα της δώσει σημασία η άλλη, αν θα της χαμογελάσει, αν θα της γελάσει. Και φυσικά αυτό επηρέαζε εκτός από την ψυχολογία και τη διάθεση της, την ίδια τη Γιορδανία, τον εαυτό της. Είχε γίνει άλλος άνθρωπος. Δεν την άφηνε να χαρεί αυτό το πράγμα, να ευτυχίσει Και δεν ήξερε καν τι...είναι αυτό. Ένα κόλλημα; Μια ψύχωση; Ή μήπως κάτι άλλο; Παρόλο που τα όνειρα με ...ελαφριά ρούχα και μαγιό δεν έλειπαν, τα συναισθήματα της Γιορδανίας παρέμεναν τόσο αθώα! Ένιωθε την επιθυμία να έρθει πιο κοντά στην άλλη, να είναι μαζί της,να της εκφράσει το ενδιαφέρον, την αγάπη της, να ξέρει ότι θα έκανε τα πάντα για κείνη... Όσο όμως βασανιζόταν με τα συναισθήματα και τις σκέψεις της, τόσο όλο και πιο άσχημα τα πήγαινε με τον εαυτό της, τόσο πιο αντιφατικές συμπεριφορές εκδήλωνε, τόσο περισσότερο εξαρτιόταν από την...άλλη. Κι ένιωθε χαμένη αλήθεια. Στο σχολείο ίσα ίσα που περνούσε την τάξη. Αδιαφορούσε σχεδόν για τα πάντα, όλη της η ζωή ήταν πλέον η άλλη και ήρθε η μέρα που η Γιορδανία αποφάσισε να ρωτήσει έτσι στο άσχετο μια φίλη της:

-Τι είναι ομοφυλοφιλία;
-Είναι όταν κάποιος έλκεται από το ίδιο φύλο.
-Πώς έλκεται;
-Σεξουαλικά πάντα. Αυτό πιστεύω εγώ. Βλέπεις τον άλλο "αλλιώς"....
-Α, ναι; Ωραία.
-Ρωτάς για την άλλη;Μην ανησυχείς, δεν είσαι.
-Άντε ρε!
-Όχι, αλήθεια. Ξέρω ότι βλέπεις πολύ συναισθηματικά το θέμα...δεν είναι έτσι τα πράγματα.

Και για να την πείσει, η φίλη της κάποια στιγμή της έφερε ένα βιβλίο της β' λυκείου που είχε αρχαίους ποιητές. Εκεί, είχε βρει ένα κείμενο της Σαπφούς , όπου μια γυναίκα μιλούσε ερωτικά στην Αφροδίτη για μια άλλη γυναίκα.

-Βλέπεις, Γιορδανία; Υπάρχει ομοφυλόφιλος έρωτας. Είναι κάτι σαν...αγάπη! Δεν είναι απαραίτητα σεξουαλικό το θέμα...

Κι ευχόταν να μην έκανε λάθος. Όχι ότι θα την πείραζε εαν η κολλητή της αποδεικνυόταν ρυάκι της "άλλης" πλευράς, αλλά δεν το πολυπίστευε κιόλας. Η Γιορδανία ακόμη κοίταζε τ' αγόρια και τους άντρες και δε δίσταζε να φουντώνει βλέποντας μερικούς μερικούς. Απλά η...άλλη ήταν διαφορετική περίπτωση...

Αν θα έρθεις εσύ, η ζωή μου θ' αλλάξει

κάθε τι που πονά μια για πάντα θα πάψει

οι πικρές μου στιγμές

σε χαρές θα γυρίσουν

κι όσες έχω πληγές μια μια θα σβήσουν....



Ο καιρός πέρασε και ήρθε η τρίτη λυκείου. Η ώρα για τη διεκδίκηση μιας θέσης σε κάποια σχολή θα έφτανε γρήγορα και το διάβασμα δεν ήταν λίγο. Αν και δε διάβαζε πολύ, το άλλοτε κοριτσάκι που τώρα κόντευε να ενηλικιωθεί, έδειχνε χαρούμενο κι εύθυμο, παρά το πότε πότε λυπημένο πρόσωπο και το μελαγχολικό της βλέμμα. Μόλις επέστρεψε από τις καλοκαιρινές διακοπές, άρχισε να βγαίνει πολύ με τις φίλες της, να βλέπει κόσμο, να γελάει, να κάνει γκάφες. Ήρθε και η μητέρα της να μείνει στην ίδια πόλη κι έτσι ένα μέρος του εαυτού της κόλλησε ξανά Αυτό με την άλλη όμως δεν της πέρασε. Η Γιορδανία μέχρι τότε μέτραγε μια μια τις μέρες που διαρκούσε αυτό το...κόλλημα με την άλλη. Είχαν περάσει τρία χρόνια τώρα κι εκείνη ακόμη τη σκεφτόταν, ακόμη τη λάτρευε, ακόμη την αναζητούσε μεσ' το υποσυνείδητο της και την έβλεπε στον ύπνο της. Ακόμη την κοιτούσε και η καρδιά της πήγαινε να σπάσει.

Αν θα έρθεις εσύ, μόνο εσύ αν γυρίσεις
την κενή μου ζωή με ζωή θα γεμίσεις


Κι έτσι, μεσ' τα βροχερά φθινοπωρινά βράδια, δεν ήταν λίγοι οι οδηγοί που περνούσαν απ' την οδό ______ κι έβλεπαν μεσ' το σκοτάδι μια όμορφη, ψηλή κοπέλα να κοιτάζει επίμονα το γωνιακό μπαλκόνι του πρώτου ορόφου μιας πολυκατοικίας .




Αν θα έρθεις εσύ......