Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2009

Τα χειρότερα


Τάση για λιποθυμία κι εμετό. Μόνο με αυτές τις λέξεις θα μπορούσε να περιγραφεί η διάθεση της Φιλίνας κάθε φορά που έμπαινε σ' ένα νοσοκομείο. Δεν είναι ότι φοβόταν τις σύριγγες, το αίμα, τις αποκρουστικές παραμορφώσεις των αρρώστων ή το θάνατο. Όπως και να 'χε, ο άνθρωπος με τον καιρό και τις εμπειρίες του όλα τα συνήθιζε . Σχεδόν όλα.

Η τρομερή της απέχθεια της για τα νοσοκομεία άρχισε από τότε που έμαθε ότι ο γιός της είχε σακχαρώδη διαβήτη. Στα δεκαπέντε της τον είχε κάνει και μέχρι τα είκοσι δύο της νόμιζε πως ήταν η πιο ευτυχισμένη μάνα του κόσμου. Το παιδί μεγάλωσε και φαινομενικά έχαιρε άκρας υγείας, ασχολιόταν με τη μουσική, έπαιζε με μεγάλη δεξιοτεχνία βιολί και ήταν πολύ καλός μαθητής. Για κείνο όμως που η μητέρα του είχε να λέει ήταν για την καλή καρδιά του αγοριού της. Ο έφηβος πια Αρτέμης ήταν αρκετά πρόθυμος νέος και δεν έλεγε ποτέ όχι σε κανέναν για οποιαδήποτε χάρη ή βοήθεια. Ποτέ δεν είχε κακοκαρδίσει τη μάνα του ή κάποιον άλλο...Κι όλα αυτά γιατί..; Για να βασανίζεται με την υγεία του;

Κάθε λίγο έπρεπε να κάνει εξετάσεις για να ελέγχει τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα του, πέραν από τους μικροελέγχους που έκανε μόνος του στο σπίτι. Έτσι, για άλλη μια φορά η Φιλίνα καθόταν σε μια καρέκλα έξω από μια αίθουσα του νοσοκομείου περιμένοντας το γιό της με το κορμί σφιγμένο, άκαμπτο, κρατώντας ένα μαντίλι μπροστά από τη μύτη και το στόμα της. Όχι για να προφυλαχτεί από αρρώστιες που τυχόν κυκλοφορούσαν, βέβαια. Ήταν όμως αυτή η έντονη, απαίσια μυρωδιά που είχαν όλα τα νοσοκομεία, ένα μίγμα φαρμάκων, ιδρώτα, υγρού αντισηπτικού πατώματος και..."αρρώστιας". Οι άνθρωποι που περνούσαν από μπροστά της της ήταν παντελώς αδιάφοροι. Όταν έχεις έναν ολόδικό σου πόνο, όσο μικρός ή μεγάλος κι αν είναι, δεν έχεις το κουράγιο να τον μοιραστείς με κανέναν. Κλείνεσαι στο μικρόκοσμό σου και υποφέρεις σιωπηλά...Και σίγουρα ο πόνος ενός γονιού είναι από τους πιο σκληρούς κι αβάσταχτους.

Θυμόταν την αντίδραση της όταν πρωτόμαθε για την αρρώστια του Αρτέμη. Κλάματα με αναφιλητά και έντονες χειρονομίες έκαναν τους πάντες γύρω της να σοκαριστούν. Οι γιατροί φώναζαν νοσοκόμες για ηρεμιστικά, οι νοσοκόμες κατέφταναν στη στιγμή ενώ γυρνούσαν πίσω μετά από κανα δεκάλεπτο, άγνωστοι, ανίδεοι περαστικοί έριχναν τρομαγμένες ματιές στην νεαρή μάνα κάθε φορά που άνοιγε η πόρτα του δωματίου. Ο αξιολύπητος όμως, ήταν ο σύζυγος της που δεν ήξερε πως να αντιδράσει με τη σειρά του σε όλ' αυτά. Η ιδέα του να ηρεμήσει τη γυναίκα του φαινόταν τρομαχτική. Το μόνο που μπόρεσε να ψελλίσει εκείνη της ώρα ανάμεσα σε δάκρυα ήταν.."υπάρχουν και χειρότερα" Εκείνη όμως δεν έδωσε σημασία. Συνέχιζε να κλαίει και να φωνάζει σπαρακτικά "γιατί σε μένα; γιατί σε μένα;" Αυτό αργότερα έδωσε μια ιδέα στον γιατρό που τους ανέλαβε κι αφού ήρθαν τα ηρεμιστικά, πήγε με τη Φιλίνα μια βόλτα μέχρι το ογκολογικό δίπλα...Μετά απ' όσα είδε εκεί, η νεαρή μάνα ηρέμησε κάπως....

Από κείνη τη μέρα η Φιλίνα δε θυμόταν πολλά και με τις πολλές επισκέψεις και τις εξετάσεις όλο και συνήθισε κάπως την κατάσταση. Ένα πράγμα ακόμα της καθόταν στο λαιμό....αυτό το.."υπάρχουν και χειρότερα". Απαίσια φράση! Είδε τα παιδάκια και όλα τα άτομα στο ογκολογικό που όπως κατάλαβε βρίσκονταν σε τραγική θέση και κάποιοι απ' αυτούς σε σύντομο χρονικό διάστημα θα πέθαιναν. Και τους συμπόνεσε η καρδιά της πραγματικά, αλλά δεν ηρέμησε. Δεν παρηγορήθηκε διόλου. Για κείνη ήταν σαν να ηρεμούσε με τον πόνο του άλλου. Δεν ήταν από τα άτομα που μοιρολατρούσαν ή καταδικάζονταν στη μοίρα τους κι αν μπορούσε να αλλάξει κάτι προς το καλύτερο θα το έκανε.. Κι έτσι αναρωτιόταν...γιατί έπρεπε να κοιτάει τα χειρότερα; Γιατί γενικά όλοι πρέπει να κοιτάνε τα χειρότερα;Γιατί όχι τα καλύτερα; Και τι είδους παρηγοριά θα ήταν αυτή για τον καθένα; Αν ο πάσχων ασθενής κοιτάζει τον ετοιμοθάνατο ασθενή, ο ετοιμοθάνατος ασθενής με τι θα παρηγορηθεί; Γιατί λοιπόν τα χειρότερα; Για να λέει ευχαριστώ που κάτι χειρότερο έτυχε σε κάποιον άλλο; Το να υπομένει καρτερικά τον πόνο της μόνο επειδή γνωρίζει κάποιον που τραβάει χειρότερα της φαινόταν προσποιητό. Κι έτσι ξαναρώταγε...γιατί τα χειρότερα...;Γιατί στο γιο της, γιατί;

Όσο επεξεργαζόταν τις σκέψεις και τις αναμνήσεις της με το μαντήλι πάντα στο πρόσωπο, άκουσε κάποιον δίπλα της να κλαψουρίζει και να φυσάει δυνατά τη μύτη του. Λίγο αργότερα άκουσε ένα μικρό, αλλά σπαστικό βηχαλάκι, σαν κάποιος να προσπαθούσε να καθαρίσει το λαιμό του. Και ξανά το βηχαλάκι. Αυθόρμητα γύρισε να δει ποιός καθόταν δίπλα της και την ξυπνούσε από τον οδυνηρό της εφιάλτη. Ακριβώς δίπλα της, καθόταν σταυροπόδι μια γυναίκα γύρω στα πενήντα με μια μαύρη μπλούζα και φούστα. Ήταν αρκετά παχουλή κι όχι πολύ όμορφη. Τα μάγουλα κι η μύτη της ήταν κατακόκκινα και κάθε τόσο σκούπιζε στο πρόσωπό της τον ιδρώτα, ανακατεμένο με δάκρυα. Πιο δίπλα καθόταν ένα κοριτσάκι γύρω στα δεκατρία, σιωπηλό και όλο θλίψη στα μάτια. Βλέποντας αυτές τις δυο ψυχές, ξαφνικά η Φιλίνα ένιωσε μεγάλη συμπόνια και οίκτο. Την έπιασε η περιέργεια. Τι να συνέβη άραγε το τόσο τραγικό σε τούτες κι είναι σαν τις Μεγάλες Παρασκευές; Λες αυτά να είναι τα...τόσο χειρότερα; Ξεχνώντας για λίγο τα δικά της και χωρίς να συνειδητοποιεί καλά καλά τι κάνει, παρασυρμένη από το συναίσθημα, ακούμπησε το ελεύθερο χέρι της στον ώμο της μαυροντυμένης γυναίκας.

-Είστε καλά;

Η άλλη ρούφηξε τη μύτη της χωρίς να κοιτάξει τη Φιλίνα. Αναστέναξε.

-Ε...ας τα λέμε καλά, κοπέλα μου....ας τα λέμε καλά...

Η Φιλίνα θαύμασε την αυτοκυριαρχία της άλλης και το γεγονός ότι δεν είχε ξεγράψει ακόμα τη λέξη "καλό" απ' το λεξιλόγιο της. Ένιωσε την ανάγκη να τη βοηθήσει, να την αγκαλιάσει.

-Σίγουρα; Φαίνεστε αναστατωμένη αν....αν και είστε ψύχραιμη.
-Δε μπορώ να κάνω αλλιώς, κυρά μου. Μ' αυτά κι αυτά που πάθαμε....άστα....άστα, μάνα μου....
-Εσείς;
-Όχι καλέ, φτου φτου φτου! Χτύπα ξύλο! Γεράσαμε δε λέω, αλλά δόξα το Θεό καλά είμαστε! Κρατιόμαστε! Ακούς εκεί!
-Τότε; Το παιδί;
-Το παιδί....αχ το παιδί μου, το παιδί μουυυυυυ...το κοριτσάκι μου τ' όμορφο...αχ, πάει το κοριτσάκι μουυυυυ....όχου τι μας βρήκεεεεεε...
-Τι..; Τι είναι;
-Α; τα κυρά μου, ας τα.Θα τρέχουμε τώρα......
-Θα τρέχετε..;
-Ας τα. Ζήσε τη ζωούλα σου εσύ...Κι άσε μας εμάς..στον πόνο μας...κι όταν κάνεις παιδί μάθε του ν' ακούει τη μάνα του πριν να ναι αργά...
-Αργά για ποιό πράγμα..; Για όνομα τι έχει;! Έχω ένα γιο κι εγώ που υποφέρει, αλλά τώρα σφίχτηκε η καρδιά μου περισσότερο! Πείτε μου τι έχει!
-Ε, τι να σου λέω και γω τα δικά μου τότε; Έχεις τις δικές σου σκοτούρες!
-Μα πως...μπροστά στα χειρότερα..τι να πω κι εγώ....γι' αυτό σας λέω..αλαφρώστε...πείτε μου τι έχει...
-Ου....τη νόσο των χοίρων έχει, τι να χει το θεόχαζο;;
-Ορίστε;
-Όπως τ' ακούς κοπελιά! Τη νόσο των χοίρων!

Η Φιλίνα δε μιλούσε, μόνο άκουγε εμβρόντητη.

-Αυτά που λες....ας τα...καθόμαστε εδώ τώρα και περιμένουμε τις εξετάσεις..θα μας το ανακοινώσουν και οι γιατροί σε λίγο που θα πάει....αχ, αυτή η νόσος των χοίρων....μαστίζει αυτή πόλεις και χωριά..κι Ευρώπες κι Αφρικές...αν δε γίνει καλά εδώ, Αμερική θα τη στείλω τη μικρή μου...αυτοί ξέρουν εκεί...το ξέρω, είναι καλοί...και του λεγα του άντρα μου να μην αγοράζει παριζάκια!! Αφού δεν κάνει! Αμ, έτσι κόλλησε! Και μετά όλο γκουχ γκουχ! Και βροντοφωνάζουν στην τηλεόραση: Προσέχετε! Καλά που το είδα και κατάλαβα τι είναι! Ανάθεμα την ώρα που τα χλαπάκιζες αυτά τα παριζάκια!!

Η Φιλίνα δεν κρατήθηκε άλλο. Όταν η άλλη τελείωσε το παραμιλητό της, ξέσπασε σε βροντερά, ανελέητα, παράλογα γέλια. Οι διπλανές της τρόμαξαν για τα καλά και βάλθηκαν να την κοιτάνε γουρλωμένες, όπως και κάθε άνθρωπος που περνούσε από κει. Ούτε όταν βγήκε ο Αρτέμης μπόρεσε να σταματήσει τα γέλια της η Φιλίνα, αλλά καθώς έφευγαν μαζί τη ρώτησε το παλικάρι:

-Γιατί γελάς έτσι, μαμά; Τι έχεις;
-Είναι τα χειρότερα, παιδί μου! Τα χειρότερα!


Αληθινή ιστορία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου